Ιστορήματα χωρίς θάλασσα: Ο Καθρέπτης
Η
γυναίκα μου βρήκε κάπου στο υπόγειο μας
έναν παλιό περίτεχνο χρυσαφένιο ωραίο μεγάλο καθρέπτη που παλαιοτέρα είχαμε στολισμένο στο σπίτι μας, αλλά τον
βαρέθηκε μετα από 10-15 χρόνια και τον έκρυψε τυλιγμένο σε παλιά σεντόνια κάπου
στο υπόγειο. Τον ξεχάσαμε εκεί όπως ήταν φυσικό κάπου είκοσι χρόνια και βάλε.
Επειδή όμως ψάχνοντας κάνεις όλο και κάτι βρίσκει,
μια μέρα τον ανακάλυψε και τον έβαλε εκεί στην σκάλα που κατεβαίνουμε προς τα κάτω.
Μέγα και τραγικό λάθος, κάθε πρωί που κατέβαινα έβλεπα για αρχή μια ευτραφή κοιλιά να προβάλει και αμέσως
μετα έναν άγνωστο μου. Έβλεπα έναν
ηλικιωμένο κύριο με κρεμαστά τα
πρεσβυωπικά του γυαλιά να κατεβαίνει - με κρατημένη την ανάσα- τα σκαλιά αγκομαχώντας.
–Ποιος είσαι εσύ ρε ;είπα και μου απάντησε αμέσως
- Εγώ είμαι ο εσύ. Δεν με γνώρισες ;
- Όχι δεν είσαι εγώ, εσύ είσαι ένας γέρος χοντρός
και άσχημος. . Εγώ είμαι
άλλος. Πως είσαι έτσι; και τι είναι αυτά κάτω απ’ τα μάτια σου;
–
Μια χαρά είμαι. Δεν λες που ακόμη με βλέπεις. Αυτά κάτω απ’ τα μάτια τα λένε σακούλες,
είπε και γέλασε όλο κακία.
- Και ποιος στις έδωσε; πως βρέθηκαν εκεί;
- Μη
λες βλακείες από μόνες τους βγήκαν; Ας πρόσεχες.
-
Μείνε εκεί, δεν θέλω να σε βλέπω, είπα και έφυγα ικανοποιημένος που τον άφησα εκεί
μοναχό του στο κρύο.
Της είπα να τον βγάλει τον καθρέπτη μπας και δούμε άσπρη μερα. Μάταια η προσπάθεια. Της άρεσε λέει ο καθρέπτης και απλά τον μετακίνησε λίγα μέτρα πιο κάτω και τον κάρφωσε μάλιστα και μόνη της και χωρίς να χτυπήσει το χέρι της με το σφυράκι, όπως παρακάλαγα μέσα μου.. Τον έβαλε στον φάτσα τοίχο στο καθιστικό και τα πράγματα έγιναν χειροτέρα. Βλέπω συνέχεια αυτόν τον μεγαλωμένο κύριο μέσα του και μου κόβεται το γέλιο. Έχω μάθει ένα κόλπο να ξεφεύγω από το απαίσιο γέλιο του. Ρωτάω τον τύπο στον καθρέπτη. «Πάλι εδώ είσαι εσύ ρε; Τι δουλειά έχεις εδώ; Αεί σιχτίρ». Γυρνάω το πρόσωπο μου από την άλλη και φεύγω ήσυχος ότι δεν τον ξέρω και όπου να ναι θα φύγει και θα με αφήσει ήσυχο.
Θυμάμαι πάντα την αίτια. Εκεί στα χρόνια τα παλιά. Όταν ήμουνα 25 χρονών και φρέσκο αρραβωνιασμένος γνώρισα μαζί με όλους τους άλλους στο καινούριο σοι και την γιαγιά της γυναίκας μου, την γιαγιά Ζαχαρούλα. Ήταν μια κλασική Μανιάτισσα γιαγιά της εποχής. Μια πρώην, πολύ όμορφη, καλοστεκούμενη, δυναμική, αριστοκρατική γιαγιά περίπου στα 65-70 της χρόνια τότε, με την ηρεμία της ηλικίας της και της εμπειρίας από τα χρόνια του πολέμου που είχε περάσει που της είχαν μάθει να σέβεται την ζωή χωρίς να την αγαπάει κιόλας. Αλλά εγώ την έβλεπα γριά. Πολύ γιαγιά εδώ που λέμε. Είχε τα μακριά ολόασπρα της μαλλιά τραβηγμένα πίσω, τεντωμένα σε κότσο και δεμένα πίσω στο κεφάλι με κάμποσες ‘’φουρκέτες’’. Τις πιο πολλές φορές έβαζε και μια μαύρη μαντήλα από πάνω και τα κάλυπτε είτε ήταν μέσα στο σπίτι η όταν έβγαινε στην εξώπορτα να ρίξει την ματιά της στην γειτονιά της με τα μικρά σπιτάκια ολόγυρα. Φόραγε πάντα μια μαύρη κλασική γεροντίστικη ρόμπα με κάτι άσπρα μικρούλικα σχηματάκια επάνω στο ύφασμα που μάλλον ήταν κάτι σαν λουλουδάκια. Έμοιαζε ότι φόραγε πάντα την ίδια ρόμπα, αλλά-κάποτε το κατάλαβα- στην πραγματικότητα είχε μπόλικες από δαύτες- όλες περίπου στα ίδια μοτίβα.
Εγώ νέος
τότε, ένας κούκλος δηλαδή -κατά την άποψη μου- που είχα δίπλα μου μια
κούκλα ζωντανή κοπελίτσα για αρραβωνιάρα που στριφογύριζε γύρω μου
γρήγορα-γρήγορα γουργουρίζοντας.
Ήταν τότε που και οι δυο μας κορδωνόμαστε
δείχνοντας επιδεικτικά τις ολοκαίνουριες γυαλιστερές και φαρδιές βέρες στο
αριστερό μας χέρι. Όταν έμπαινα στο λεωφορείο με καμάρι κράταγα το κρεμαστό
δερμάτινο χερούλι μοστράροντας την καλογυαλισμένη βέρα. «Εδώ είμαστε θαυμάστε
μας».
Ένα απόγευμα είδα την γιαγιά Ζαχαρούλα εκεί μπροστά σε έναν μικρό καθρέπτη που κρεμόταν στον ασπρισμένο τοίχο της γεμάτης με τενεκεδένιες ασβεστωμένες γλάστρες με τους βασιλικούς και πανσέδες της αυλής, να χτενίζει τα πολύ μακριά ίσια ολόασπρα μαλλιά της με μια μεγάλη χτένα για να κάνει τον κλασικό κότσο της.
Είπα με όλη την βλακεία της ηλικίας μου, χαζοχαρούμενα, λες και δεν
έβλεπα τι έκανε στον καθρέπτη με μια χτένα στο χέρι η λες και ανακάλυψα κάτι σπουδαίο μυστικό.
-Χτενίζεσαι γιαγιά;. Δεν μίλησε αμέσως ούτε γύρισε να με κοιτάξει. Συνέχισε να χτενίζεται αργά αργά σαν να έκανε προσευχή. Κούνησε λίγο το κεφάλι της προς το μέρος μου, τόσο που με κοίταξε ίσια στα μάτια και είπε με την γλυκιά της φωνή.
– «Όχι παιδάκι μου. Ψαχνω να βρω ποια είναι αυτή η γριά μέσα στον καθρέπτη» Γύρισε λίγο προς τα μένα με μισο κοίταξε και χαμογέλασε πικρά.
Δεν πολύ κατάλαβα.
Χαμογέλασα μάλλον χαζά καθώς η μικρή μου αρραβωνιαστικιά εμφανίστηκε στην
εσωτερική πόρτα της αυλής και μου έκανε νοήματα να πάω κοντά της. Ευθύς ξέχασα
ότι ειπώθηκε ξέχασα και την γιαγιά ολόκληρη και πήγα κοντά της.
Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια για να καταλάβω. Ειδικά
τώρα πια εδώ και μερικά χρόνια έχω αισθανθεί τι εννοούσε η γιαγιά. Και με την
γυναίκα μου που έχει αυτή την μανία να βάζει στο σπίτι διάφορους καθρέπτες δεν
μπορώ παρά να θυμάμαι την γιαγιά πολλές φορές την μέρα.
Καλή σου ωρα εκεί που είσαι γιαγιά Ζαχαρούλα.
Γιάννης Κληρονόμος
ΤΕΛΕΙΑ,ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή