ΝΑΥΤΙΚΑ ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΧΙ - Μια ιστορία σε γκαζάδικο. Με τον Γιάννη Κληρονόμο

                 

ΝΑΥΤΙΚΑ ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΧΙ


Τα Τρία θαύματα
(Το ‘’ξεχασμένο’’ ΤΕΤΑΡΤΟ ΘΑΥΜΑ)



Τον έκοβες από 10 μέτρα μακριά, με μια ματιά. Ήταν και φαινόταν και από μακριά «ένας βλάκας και μισός». Ο πιο άσχετος ηλεκτρολόγος που είχα δει στην ζωή μου. Κοντός, άσχημος, αδύνατος σχεδόν κοκκαλιάρης, με μια πολύ περίεργη λιγο πεταχτή κοιλίτσα, τόση δα. Με μια υπόνοια γενιού στο μυτερό πηγούνι του, αρκετά καραφλός με κάτι τεράστια μυωπικά γυαλιά. Έμοιαζε λες και ξεφύτρωσε μέσα από κάποια πολύ παλιά ζωγραφισμένη με χρωματιστά μολύβια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Είχε ένα πηδηχτό παράξενο βάδισμα τσαλαπετεινού, που δεν σε παράπεμπε σε κάποιον ας πούμε γυναικωτό τύπο, έτσι ρε παιδί μου για να έχεις μια δικαιολογία τουλάχιστον. Παράξενο βάδισμα. Σαν να ήταν αερικό. Επιπλέον ήταν και από την Ουκρανία ενώ το υπόλοιπο νεοφερμένο πλήρωμα του μηχανοστασίου ήταν Ρώσοι. Ήταν εκείνη την εποχή που πλακωνόντουσαν μεταξύ τους στην Κριμαία για την Κριμαία. Να δεις που κάποιον μου θύμιζε εμένα αυτός ο τύπος, αλλά ποιον; Είχα πάει μια-δυο φορές στην Οδησσό, αλλά σιγά μην θυμόμουνα κάποιον που να είχα συναντήσει κάπου τυχαία. και καλά; δεν θα με θυμόταν ούτε και αυτός; Με το που ήρθε στο καράβι, ο Ρώσος υποπλοίαρχος ήρθε και μου είπε μυστικά στο αυτί ότι «…θα τον πετάξει στην θάλασσα αυτόν τον πούστη τον Ουκρανό, έτσι παράξενος που μου φαίνεται σαν κατάσκοπος …». Μεταξύ μας είναι να απορείς με τα ναυτιλιακά γραφεία πως κατάφεραν αυτό το μπλέξιμο. Ούτε καν ασχολούνταν με κάτι τέτοια μικροπροβλήματα που βέβαια μπερδεύουν τις καταστάσεις με τα ανάμικτα πληρώματα που έχουν εθνικιστικές προστριβές μεταξύ τους χωρίς να σκέπτονται τα συνεπακόλουθα σε ένα ‘’στενό στενάχωρο περιβάλλον’’ 150-200 μέτρων σαν το φορτηγό καράβι.

Μας ήρθε στο Las Palmas de gran Canarias μαζί με ένα μάγερα επίσης Ρώσο και αντικατέστησαν τους Γεωργιανούς που φεύγανε επιστρέφοντας στην πατριδα τους μετα από 6 μηνες .Άτομα να μπαίνουν μέσα σαν πλήρωμα να συμπληρώνονται οι αριθμοί του πληρώματος και άσε τους επι κεφαλής καπετάνιους και Α μηχανικούς να βγάλουν τα σκότια τους με τα προβλήματα. Τον αντιπάθησα με την «πρώτη ματιά» που λένε. Μετά από έναν πανύψηλο δίμετρο Γεωργιανό και σπουδαίο τεχνίτη τον Ηρακλή απ’ την Γεωργία, (Ηρακλή όπως το ακούτε όχι Hercules και τρίχες) ήρθε στην θέση του ο κοντός πηδηχτός Ουκρανός που όπως είδα απ’ την πρώτη μέρα δεν ήξερε να βάλει ούτε μονωτική ταινία σε καλώδιο, και ούτε κατσαβίδι να πιάσει σωστά ο μπαγάσας. 


 Ας πάρουμε όμως λίγο τα πράγματα απ’ την αρχή. Χειμώνας του 2013. Η καριέρα μου πλησιάζει στο τέλος της. Η ηλικία αρχίζει και βαραίνει στα ποδάρια πρώτα απ όλα και μετά στα μυαλά και στην εμφάνιση. Άδικα κλαίνε οι πιο πολλοί στεριανοί. Δεν είναι η μούρη μας το θέμα. Για τους ανθρώπους που έφαγαν την ζωή τους στην βαριά δουλειά παλεύοντας πότε με μηχανήματα και πότε με τα κύματα, δεν ήταν ποτές στην σκέψη τους το χρώμα των μαλλιών τους, ούτε οι ρυτίδες. Τα ποδάρια και η ανάσα είναι το πρόβλημα. Τα μηχανοστάσια στα μεγάλα φορτηγά καράβια που το κάθε ένα από αυτά είναι στο μέγεθος ‘’μιας τεράστιας σημερινής εκκλησίας σε ογκο και σε ορόφους ’’ έχουν εκατοντάδες διαφορετικά μηχανήματα, που το καθένα «θέλει τον μάστορα του». Που είναι όμως 7-8 όλοι κι όλοι οι μαστόροι μαζί με τους βοηθούς. Και έχουν και σκάλες. Πολλές σκάλες, μα πάρα πολλές σκάλες που πάνε παντού και πουθενά καθώς τριγυρνάς γύρω γύρω- πάνω κάτω όλη μέρα. Και βέβαια συνηθέστατα η σχεδόν ποτές δεν έχουν ασανσέρ. Κάνει ζέστη, και ιδρώνεις να ανέβεις, και κόβεται η ανάσα σου πριν καν φτάσεις στα μισά της δεύτερης σκάλας. Τα γραφεία και τα κρουαζιερόπλοια θέλουν νεότερους και δυνατούς στην δούλεψη τους. Έτσι αν δεν θέλεις να εγκαταλείψεις την δουλειά σου, από τώρα, το μόνο πράγμα που μπορεί και σε κρατήσει ζωντανό, είναι να συνεχίσεις εκεί που οι άλλοι αποφεύγουν να ταξιδεύουν. Στα ‘’ανασφάλιστα στο ΝΑΤ’’. Φορτηγά καράβια η γκαζάδικα (στα τάνκερ όπως τα λένε οι αγγλομαθείς). Εκεί γύρισα αυτή την φορά σαν Αος μηχανικός αυτή την φορά. Το ήθελα μέσα μου, δεν ήθελα να παραδεχτώ ότι ξόφλησα από τώρα. Δύσκολη ζωή, παλιά τα καράβια, που επειδή πάλιωσαν κάποιοι έξυπνοι ξένοι εφοπλιστές τα πουλήσανε και κάποιοι έξυπνοι δικοί μας τα αγόρασαν δεύτερο, τρίτο, πέμπτο χέρι. Τρέχε γύρευε. Νέα αγορά λοιπόν καραβιού και θα ήταν η…περίπου 37η παραλαβή- (αρχικό ξεκίνημα πλοίου) για εμένα μετά τόσα χρόνια δουλειάς στα ναυτιλιακά γραφεία και στα επιβατικά καράβια. Εύκολο θα έλεγα.. Δεν είχαν πάει όμως και πολύ καλά τα πράγματα στα δυο πρώτα ταξίδια από Άμστερνταμ για Νιγηρία και επιστροφή Ολλανδία. Πολλά και διάφορα μικρά μηχανικά προβλήματα με λίγα άτομα για πλήρωμα, που σκεπτόντουσαν σε μια γλώσσα -την δική τους- και μίλαγαν σπαστά και ακαταλαβίστικα σε μια άλλη γλώσσα ,για να τους καταλάβει κάποιος που σκέπτεται και μιλάει σε μια άλλη γλώσσα. Δύσκολο να συνεννοηθούμε άνετα. Αλλά το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι δεν ταιριάξαμε εμείς, τα κεφάλια που λένε, Ο Καπετάνιος και Εγώ. Και οι δυο είμαστε διαφορετικοί χαρακτήρες αν και οι μοναδικοί Έλληνες. Πρώτη φορά στην καριέρα μου βγάζαμε τα μάτια μας και το παίζαμε ότι αγνοούσαμε ο ένας τον άλλον. Παλιό το πρόβλημα θα πείτε, ίδιον της φυλής μας. Όλοι οι Έλληνες, ανεξάρτητα εποχών, κοιτάμε πως θα βγάλουμε τα μάτια μας αιώνες τώρα. Αλλά σε ένα καράβι όμως είναι ότι χειρότερο μπορεί να συμβεί και δεν υπάρχει επιστροφή. Συνήθως τραβάει μέχρι να φύγει κάποιος από το πλοίο, Η και οι δυο. Εδώ, Τώρα έτσι ήτανε. Μοιραία είχαμε κάνει τις συμμαχίες μας μέσα στο καράβι, Εγώ με τους Γεωργιανούς- φιλιππίνους μου το πλήρωμα της μηχανής και ο καπετάνιος με τους Ρώσο- Φιλιππινέζους του πληρώματος του καταστρώματος. Και όμορφα βγάζαμε τα μάτια μας καθημερινά με την ανοχή ενός ανύπαρκτου γραφείου που αδιαφορούσε για το τι συμβαίνει στο ‘’σπίτι του’’.

ΚΥΡΙΑ ΜΗΧΑΝΗ  ΦΟΡΤΗΓΟΥ ΠΛΟΙΟΥ



Πρωτόγνωρα πράγματα, που ποτέ πριν δεν με είχε απασχολήσει, μισό αιώνα πείρα πανω σε αυτή στην δουλειά. Αλλά τώρα το ζούσα. Παίζαμε και οι δυο το παιχνίδι της κυριαρχίας. Το ήξερα καλά το παιχνίδι αυτό τόσα χρόνια στα γραφεία. Το είχα συναντήσει αρκετές φορές με άλλους και ήμουνα εγώ αυτός που προσπαθούσα να τους συνεφέρω, και αρκετές φορές κατάφερνα με γαλιφιές και ψέματα να τους ηρεμώ λίγο και να μονιάζουν. Αλλά εδώ δεν έπιανε. Δεν υπήρχε ο ενδιάμεσος ειρηνοποιός. Απλά έτσι και εμείς οι δυο συνεχίζαμε τυπικά τον βουβό μας πόλεμο. Επιστροφή λοιπόν πάλι στην Ευρώπη από την Νιγηρία που έχει τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου, αλλά που… εισήγαγε πετρέλαια από αλλού. Εμπόριο λέγεται το μεγάλο αυτό παιχνίδι για ειδικούς παίκτες- όχι για σουβλατζιδες και καφετζήδες. Είναι κοντά 16-18 μέρες ταξιδάκι για την Νιγηρία, ανάλογα τις θάλασσες. Μετά λοιπόν από 5-6 μήνες οι Γεωργιανοί έφευγαν μιας και το κοντράτο (Σύμβαση) τους τέλειωνε. Όλοι μαζί ήρθαν, Όλοι μαζί έφευγαν και εγώ έχανα τους φυσικούς μου συμμάχους. Έμεινα μόνος άλλη μια φορά για ένα ταξίδι με επιστροφή με το νέο πλήρωμα για να εξοικειωθεί με το πλοίο μέχρι να γυρίσω και εγώ σπίτι. Η αλλαγή έγινε στο Λάς Πάλμας στα Κανάρια νησιά γιατί η Ολλανδία δεν συνίσταται για αλλαγές τέτοιων ξένων πληρωμάτων διάφορων εθνικοτήτων. Όμως πάντα υπάρχει η λύση. Τα ναυτιλιακά γραφεία έχουν και τον τρόπο. Ήρθε λοιπόν ο Ουκρανός ηλεκτρολόγος μαζί με 3 Ρώσους μηχανικούς και μάλλον δεν πλακωθήκαν στην διαδρομή, όπως είδα αλλά περίμεναν να το κάνουν αργότερα στο καράβι. Ήρθε μαζί και ένας Έλληνας τεχνίτης που είχα ζητήσει για να βοηθήσει σε κάτι επιθεωρήσεις ηλεκτρομηχανών που θα πέρναγαν επιθεώρηση (Survey το λέμε) του νηογνώμονα τον επόμενο μήνα. Αλληλοχαρήκαμε ως πατριώτες καθώς έφερε και ένα μπουκαλάκι ούζο μαζί του απ την Ελλάδα. Φύγαμε γρήγορα μέσα στο απόγευμα. Την επόμενη ημέρα, πάνω στο ταξίδι κάποιο δευτερεύον ηλεκτρικό κύκλωμα φωτισμού- τίποτα το σπουδαίο- κάηκε και ο νέος ηλεκτρολόγος εκλήθει να το φτιάξει. Μάταιος κόπος. Ούτε κατά διάνοια. Αλλού ήταν το πρόβλημα αλλού έψαχνε. Με φωνάξανε κάτω στο control room για να ενημερωθώ. Είδα την κατάσταση. Ήταν απλά φωτισμός. Ένα τμήμα του τεράστιου μηχανοστασίου είχε κάψει κάποια ασφάλεια και δεν είχε αρκετό φωτισμό. Άκουγα τους Ρώσους που τον βλαστήμαγαν στα ρωσικά ειρωνευόμενοι, και αυτόν να κάθεται άβουλος, αλλά ήρεμος, αργοκίνητος λες και δεν τον αφορούσε το θέμα. Του ζήτησα να μην γυρνάει άσκοπα και ανεβοκατεβάζει διακόπτες χωρίς λόγο στον κεντρικό πίνακα, αλλά να δούμε-έστω μαζί -το ηλεκτρικό σχέδιο του κυκλώματος πάρα να ψάχνει στην τύχη να βρει την βλάβη. Έφεραν το μεγάλο πλαστικοποιημένο σχέδιο και το απλώσαμε πάνω στο τραπέζι. Είχε πλάκα γιατί το κοίταζε από μακριά χωρίς να κάνει τίποτα. Ούτε καν έσκυψε να δει τις λεπτομέρειες του σχεδίου. Φόρεσε πάνω από τα μυωπικά του γυαλιά και κάτι άλλα αστεία μαύρα γυαλιά παράξενα με κάτι μαύρα δικτυωτά πάνω από τους φακούς, σαν σουρωτήρι για το τσαι, που πρώτη φορά τα έβλεπα και που αρχικά δεν κατάλαβα τι ήταν. Του τα πήρα κάποια στιγμή αστειευόμενος και κοίταξα με αυτά στο σχέδιο. Δεν έβλεπα τίποτα όσο και αν κούναγα αριστερά-δεξιά το κεφάλι μου μπας και δω κάτι μέσα απ’ τις τρύπες του σουρωτηριού. Κατάλαβα ότι δεν ήταν φυσιολογικό ένας άνθρωπος και ειδικά τεχνικός να έχει αυτά τα γυαλιά για να διαβάσει ένα σχέδιο. Εδώ υπάρχει ένας «τύπος» που δεν μπορεί να ονομάζεται ηλεκτρολόγος πλοίου και μάλιστα να είναι και ο μοναδικός. Μπορεί για τα σπίτια η για καμία ΤΒ να ήταν καλός δεν ξέρω, αλλά για πλοίο; Μάλλον αδύνατον. Η συνέχιση της παραμονής του στο καράβι ήταν προδιαγεγραμμένη ήδη. Άντε μέχρι 6 ακόμη μέρες μέχρι το Άμστερνταμ, το επόμενο λιμάνι. Βρέθηκε το πρόβλημα του ηλεκτρικού πίνακα σε λίγη ώρα, και ήρθε το φως στην περιοχή του μηχανοστασίου. Όλα καλά. Έστειλα το σχετικό μήνυμα στο γραφείο. «Εδώ, αυτός που στείλατε, ξέρετε, λάθος.., ξέρετε, να φύγει, καταλάβατε ….κλπ. κλπ. ευχαριστώ, αντίο» Κατάλαβαν και είπανε ‘’εντάξει, κανονίζουμε και έρχεται άλλος στην Ευρωπη’’. Του το είπα την ίδια μέρα. «Ξέρεις Καμαράντ Νικολάγιεφ δεν κάνεις γι’ αυτό το καράβι, ξέρεις, λυπάμαι αλλά…». Με κοίταξε με μια παράξενα ήρεμη βαθιά ματιά σαν να το περίμενε χρόνια. Σαν συγκατάβαση στην απόφαση μου η σαν να πετύχαινε αυτό που ήθελε, ήταν όλα κανονισμένα. Μου είπε πολύ ψύχραιμα σε σπασμένα εγγλέζικα «Οκ chief ευχαριστώ πολύ. Για να ξέρεις αφού έχεις πάει κιόλας απ ότι κατάλαβα ότι το Νικολάγιεφ είναι πόλη της Ουκρανίας, Εμένα με λένε σκέτο Νικολάι. Καλό ταξίδι να έχετε πάντα στην ζωή σας και Just be careful in future». Ακριβώς με αυτά τα λόγια. Περίμενα κάποια μεγαλύτερη αντίδραση είναι η αλήθεια, αλλά δεν ήρθε. Ήταν απλά ήρεμος. Στεναχωρήθηκα λίγο με τον ευγενικό του τρόπο και την ηρεμία του. Δύσκολες αποφάσεις και καταστάσεις αλλά η ζωή σου είναι πολύτιμη για να την αφήσεις σε λάθος χέρια. Θέλαμε ακόμη 5μέρες να πιάσουμε Άμστερνταμ αλλά μάθαμε ότι θα μέναμε 3-4 μέρες στην ράδα αναμονής εκεί και τυπικά του ζήτησα να ετοιμάσει μια λίστα με τα αιτούμενα εφόδια και υλικά που κατά την γνώμη του θα χρειαζόταν το πλοίο στο επόμενο ταξίδι. Έτσι για να μην θεωρήσει ότι τον παραμελώ εντελώς. Εν τω μεταξύ εγώ ετοίμαζα μια άλλη λίστα με τα κατά την δική μου γνώμη εφόδια που θα χρειαζόμαστε. Μου έφερε την λίστα τρεις μέρες πριν φτάσουμε και δεν είχε γράψει τίποτε άλλο πάρα «ένα καλώδιο πολύ χοντρό με τέσσερις πόλους, 150 μέτρα μήκος.»Τρελάθηκα ‘’Τι είναι αυτό ρε καμαραντ Νικολάι; 150 μέτρα τόσο χοντρό καλώδιο. Τι θα το κάνουμε;» είπα ψιλό-ειρωνικά. Χαμογέλασε ντροπαλά μέσα από τα μυωπικά του μάτια με κοίταξε και μου είπε ήρεμα «Πάρε το chief, Ίσως χρειαστεί καμία φορά. Ποιος ξέρει;». Γύρισε και κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση με το κεφάλι του βγήκε από την πόρτα. Τον λυπήθηκα και πάλι μέσα μου εκείνη την στιγμή είπα μέσα μου «είσαι πολύ μεγάλος γάιδαρος σε ένα ευγενέστατο άνθρωπο» Αλλά αμέσως μετά κατάλαβα ότι ο άνθρωπος δεν έχει σχέση με την δουλειά στα καράβια και αποφάσισα να μην μετανιώσω που τον έδιωχνα τόσο γρήγορα. Ξανασκέφτηκα το χοντρό καλώδιο αργότερα το βράδυ στο γραφείο μου όπως καθόμουν. Κάτι με έτρωγε και λέω «Εντάξει ας παραγγείλω και λίγο χοντρό καλώδιο αλλά μόνο 70 μέτρα όχι 150 που έγραψε αυτός ο χαζός. Τι να το κάνω μωρέ; θα τυλίξω το καράβι γύρω γύρω;» Και εστάλη το αίτημα στο γραφείο σίγουρος ότι θα το κόψουν από εκεί λόγω που είναι πολύ ακριβό και συνηθέστατα δεν χρησιμοποιείται ποτέ. Στη ράδα στο Ρότερνταμ μας περίμενε πολύ δουλειά που άρχισε με την άφιξη μας στο εκεί αγκυροβόλιο.




Ήρθε μια μεγάλη μαούνα και μας έφερε τα στόρια (stores= φαγητά -Υλικά και αναλώσιμα) που είχαμε παραγγείλει και επειδή λέει πούλησαν στο ενδιάμεσο διάστημα ένα άλλο καράβι της εταιρείας μας, όλα τα πράγματα που είχαν παραγγείλει γι’ αυτό το καράβι, ήρθαν σε εμάς. Γεμίσαμε όλο το κατάστρωμα με χαρτόκουτα και ξυλόκασσες και δοχεία με μπογιές και… τρόφιμα χρήσιμα και άχρηστα. Ήρθε και ένα τεράστιο κόκκινο κομπρεσέρ αέρος που είχε παραγγείλει λέει το άλλο καράβι, αυτό που πουλήθηκε είπαμε.


Ήταν ένα απ΄ αυτά τα τεράστια μηχανήματα με τους δυο κινητήρες και τα δυο κομπρεσέρ. Ένα καθαρά επαγγελματικό εργαλείο που το βλέπετε καμία φορά στα εργοστάσια η στα μεγάλα μηχανουργεία. Που κάνουν πολύ θόρυβο όταν ξεκινούν αυτόματα και τρομάζετε. Ήτανε τεράστιο και μακρύ δεν χώραγε πουθενά αλλού και έπρεπε να κατεβεί στο μηχανοστάσιο που είχε προστασία και άνετο χώρο σε μια μόνιμη βάση. Το αφήσαμε εκεί σκεπασμένο με έναν ανοιχτό-πορτοκαλί μουσαμά γιατί έβρεχε κιόλας παγωμένο νερό και είχαμε μουλιάσει. Την επόμενη μπήκαμε στο λιμάνι να φορτώσουμε. Έφυγε και ο περίεργος Ουκρανός και ήρθε ένας Ρώσος ηλεκτρολόγος ο Ιβάν. Όλους σχεδόν τους Ρώσους τους λέμε Ιβάν έτσι κι αλλιώς. Νέο παλληκάρι καμιά 35ρια χρονών καλοστεκούμενος, γρήγορος και φαινόταν ξύπνιος. Ανάσανα ανακουφισμένος. Ο καπετάνιος για κάποιον δικό του λόγο (υποψιάζομαι από το γραφείο) με πλησίασε την ίδια μέρα θέλοντας να ξαναγίνουμε κανονικοί συνεργάτες. «Άσε να τα ξεχάσουμε όλα -μου είπε ξαφνικά εκεί μέσα στην βροχή- που εσύ είσαι Καμινιώτης και εγώ είμαι από δίπλα, την Κοκκινιά..» Δεν αντέδρασα, δεν είχα και όρεξη. Μιλήσαμε ήρεμα και επαγγελματικά. Ώρα ήταν, γελοία ήταν η κατάσταση. Περασμένα ξεχασμένα, στην θάλασσα πρέπει να γίνεται έτσι. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα χρειαστείς το χέρι του αλλουνού που θα σε τραβήξει η όχι για βοήθεια πάνω στη βάρκα σε ναυάγιο.

Σαλπάραμε αφού φορτώσαμε το φορτίο πετρέλαιο μας το απόγευμα. Ήρεμη θάλασσα καλός καιρός, φαινόταν όλα κανονικά. Αφήσαμε τους πιλότους μας μόλις βγήκαμε από τα τεράστια φαρδιά ποτάμια τους που τους φέρανε πολιτισμό και σε εμάς το σκοτάδι και βγήκαμε στο πέλαγος εκεί ψηλά στην Μάγχη στον Β. Ατλαντικό ωκεανό. Ταξίδι για τον Νότο, για την Νιγηρία πάλι. Το νέο πλήρωμα έπρεπε να μάθει και να εξοικειωθεί με το καράβι. Εμείς στην μηχανή την δουλειά μας. Να κανονίσουμε τις θερμοκρασίες μας στις μηχανές. Να πάρουμε και να διαβάσουμε τις πιέσεις στους κυλίνδρους έναν έναν στην κύρια μηχανή. Να ρυθμίσουμε τα ηλεκτρικά φορτία. Να ανάψουμε τον μεγάλο λέβητα και τον βοηθητικό λέβητα για να έχουμε τα οφέλη του. Να αφουγκραστούμε με το δικό μας αυτοσχέδιο στηθοσκόπιο πως γυρνάει η μεγάλη (Κύρια) μηχανή όμορφα όπως πρέπει και να σου γλυκαίνει η ψυχή να την ακούς όταν ψιλοδουλεύει γουργουρίζοντας με τις τεράστιες τουρμπίνες της. τουκου, τουκου, τουκου… Αγαλλίαση . Ένα μηχάνημα σαν τριώροφο σπίτι μεγάλη να σε ακούει και να την ακούς. Πολύ δουλειά μέχρι και την επόμενη μέρα και μεταξύ άλλων να …κλέψουμε λίγο από φορτίο Ντίζελ προς όφελος των εφοπλιστών. (Μην ανοίγετε το στόμα, έτσι έγιναν και γίνονται εφοπλιστές οι εφοπλιστές και εμείς οι άλλοι… τα κοροϊδάκια της δεσποινίδας ) Είχαμε και τα υλικά που παραλάβαμε να πάνε στις αποθήκες μην μας βρει καμιά φουρτούνα και τα χάσουμε από το κατάστρωμα στα κύματα. Ο Ατλαντικός στην περιοχή αυτή δεν αστειεύεται. Ο Καπετάνιος από την πολύ ξαφνική αγάπη του μου είπε ότι επειδή εμείς είχαμε άλλες δουλειές θα στείλει τους ναύτες του να κατεβάσουν και τα δικά μας στόρια κάτω στην αποθήκη. Μαζί και το τεράστιο κομπρεσέρ. Έκανα «Αααου μπράβο ευχαριστώ», αλλά κορόιδο ήμουνα να βάλω τα δικά μου παιδιά να κουβαλάνε; Είχανε άλλες δουλειές. Δεν έφερα καμία αντίρρηση αν και δεν χρειαζόμουνα ένα τέτοιον όγκο μηχανημάτων και υλικών μέσα στα πόδια μας σήμερα, μέσα στον χώρο ενός μηχανοστασίου. Βέβαια πριν έπρεπε να ελευθερώσουμε ένα τμήμα του για να μπει το μεγάλο κομπρεσέρ και να συνδεθεί με το ρεύμα και με το κοινό δίκτυο του αέρα του πλοίου. Δύσκολη δουλειά και χρονοβόρα.

Σιγά σιγά δεν ήταν πια και τόση ανάγκη για βιασύνες. Δεν το είχαμε και ανάγκη. Ο καινούριος Φιλιππινέζος αντλιωρός (Διανάκτης η pump-man ως προς το ελληνικότερο ) άρχισε πρωί πρωί να μας ‘’ταΐζει’’ το πετρέλαιο που παίρναμε από το φορτίο στις δικές μας δεξαμενές του μηχανοστασίου. 60 Μετρικοί Τόνοι κρυστάλλινο Ντίζελ απ το φορτιο αυτό που βάζουν στα αυτοκίνητα. Έτσι είχαμε κανονίσει, έτσι έγινε. Ο Ίδιος ο καπετάνιος με επικεφαλής τον Φιλιππινέζο ποντικομούρη λοστρόμο και όλο του το τσούρμο κατεβάζανε τα δικά μας τα υλικά και τα ανταλλακτικά που παραλάβαμε και τα φέρνανε στο μηχανοστάσιο. Τόση αγάπη ξαφνική που μέχρι και καφέ Ελληνικό ήπιαμε παρέα. Τον κάλεσα και τον κέρασα εγώ δηλαδή κάτω στο control room (φώτο κάτω ) και κουβεντιάζαμε σαν να μην τρέχει τίποτα ολα όσα δεν είπαμε πέντε ολοκλήρους μήνες πριν.




Κατέβηκε αιωρούμενο πάνω από τις μηχανές και το τεράστιο πορτοκαλί/κόκκινο κομπρεσέρ και πήγαμε όλοι εκεί να δώσουμε ένα χεράκι. Μπήκε στρίβοντας το αριστερά-δεξιά και φωνάζοντας όλοι μαζί, το χώσαμε με μεγάλο κόπο εκεί πίσω από τον μεγάλο «χρωματικά» ασημένιο λέβητα. ανάμεσα στις σωληνώσεις και στα μηχανήματα. Ήτανε βαμμένο μ’ ένα περίεργο έντονο κόκκινο-πορτοκαλί χρώμα σε ένα περιβάλλον που όλα γύρω γύρω ήτανε πράσινα η γκρι η αλουμινένια φαινόταν εντελώς αταίριαστο. Σκέφτηκα ότι αργότερα έπρεπε να του αλλάξουμε το χρώμα. Καλά μετά από μερικές μέρες θα το κανονίζαμε το θέμα. Τώρα ξέχνα το εκεί που το βάλαμε δεμένο με σκοινιά μέχρι να ετοιμαστούν και να κολληθούν οι βάσεις του, τα καλώδια, οι ηλεκτρικοί πίνακες, οι συνδέσεις -«Έρχεται ένα δεκάρι γεμάτο» (Άνεμος δύναμης 10-11 μποφόρ) μου τηλεφώνησε ο καπετάνιος που είχε πάει επάνω στην γέφυρα να πάρει τον καιρό. «Καλά κάναμε και τα μαζέψαμε από το κατάστρωμα τα πράγματα και τα υλικά! Στα φέρανε όλα όσα ζήτησες;» Εγώ: «Ναι όλα κανονικά αλλά αυτό που με εξέπληξε είναι το ότι στείλανε ακόμα, και αυτά τα 50 μέτρα χοντρό καλώδιο χωρίς αντίρρηση. Ούτε ρώτησαν τι θα το κάνουμε τόσο ακριβό πράμα. Περίεργο ε; …χάχα χα χου χου χου». Η θάλασσα ήταν σκούρα μελανιά και γαλήνια. Ούτε ρυτίδα. Πάντα έτσι είναι πριν τις καταιγίδες και τις φουρτούνες εκεί ψηλά στον Βισκαικό κόλπο. Όμορφη μολυβένια μουντή σαν χλωμή φθισική νέα γυναίκα στο κρεβάτι της αρρώστιας. Μετά όταν αγριεύει γίνεται σαν μάγισσα κακιά και σε δαγκώνει. Δαγκώνει πολύ άγρια. Εκτός κι αν προλάβεις ‘’τρέχοντας’’ να κατέβεις προς τα νότια και να την γλυτώσεις. ‘’Μάλλον θα του ξεφύγουμε» μου είπε «με την μικρή ταχύτητα που έχει ο καιρός θα θέλει 2-3 μέρες να έρθει κατά δώ. Εμείς θα είμαστε ήδη μακριά». Κουρασμένοι πήγαμε στις καμπίνες μας για ξεκούραση. Σελίδες πολλές τα χαρτιά και οι φόρμες που έπρεπε να συμπληρωθούν για τον απόπλου. «Καλά άστα για αύριο» είπα. Κοιμήθηκα γρήγορα μάλλον εκεί γύρω στα μεσάνυχτα και δεν θυμάμαι τίποτα. Ξύπνησα από το τηλέφωνο που κτύπαγε δυνατά μέσα στα άγρια χαράματα. Το σήκωσα με αγωνία-ποτέ δεν είναι για καλό -και την ίδια στιγμή έσβησαν τα φώτα στο δωμάτιο μου και παντού. Οι σειρήνες άρχισαν να ουρλιάζουν μανιασμένες. Κατάλαβα, πάθαμεBlackout. Έτσι το λέμε και είναι ο φόβος του καραβιού. Όταν σβήνουν τα φώτα στα πλοία δεν υπάρχει ο ΔΕΔΔΗΕ να διαμαρτυρηθούμε. Πρέπει να τρέχουμε εμείς όλοι μηχανικοί και ηλεκτρολόγοι και το πλήρωμα μηχανής μέχρι να επανέλθει η κανονικότητα. Και στη γέφυρα τρέχουν αλλά... στατικα,με τα μάτια. Ένα καράβι χωρίς ρεύμα; Ακυβέρνητο χωρίς μηχανή, χωρίς τιμόνι, χωρίς Ράνταρ; χωρίς όλα αυτά που κάνουν ένα πλοίο να πλέει ασφαλώς. Ότι και νάναι όμως συνήθως τελειώνεις το πολύ σε μισή ωρίτσα. Τα πλοία σήμερα έχουν 2-3 η και 4 ηλεκτρομηχανές που παράγουν το ρεύμα που χρειάζονται. Εσύ χρησιμοποιείς μόνο μια στο ταξίδι. Οπότε συνήθως ξεκινάς την άλλη ηλεκτρομηχανή που περιμένει άεργη και έτοιμη και ξανά ξεκινάς το πλανο του πλοίου απ’ την αρχή (καθόλου εύκολη υπόθεση βέβαια, αλλά ρουτίνα για κάποιον που είναι η δουλειά του).

Μέχρι όμως να πας κάτω να δεις με τα ίδια σου τα μάτια τι συμβαίνει κυριαρχεί ο απόλυτος τρόμος στο μυαλό σου. Τρέμουν τα ποδάρια, τα χέρια, το κεφάλι στο τι θα βρεις; Πως θα το βρεις; Ποια είναι η ζημιά; Γιατί έγινε αυτό; Στο μυαλό περνάνε αστραπιαία όλες οι κακές σκέψεις. Σπασμένες μηχανές. Καμένες γεννήτριες. Φωτιές στο μηχανοστάσιο, Όλα τα χειρότερα. Οι σειρήνες συνέχισαν να ηχούνε σα μανιακές σε όλη την διαδρομή μου στις σκάλες με τον φακό στο χέρι. Το κακό είναι ότι οι σειρήνες παίρνουν ρεύμα από μπαταρίες και δεν σταματάνε να ουρλιάζουν με τίποτα και ποτές. Σου διαπερνάνε το μυαλό και εσύ φωνάζεις τρέχοντας «σκάστε σας ακούσαμε» Έφτασα κάτω στο Control room. Ο Βος μηχανικός που είχε βάρδια εκείνη την ώρα τα είχε χαμένα, πήγαινε γύρω γύρω και με κοίταζε τρομαγμένος. Είχε μόνο 15μέρες στο καράβι και δεν ήξερε τι να κάνει η τι συμβαίνει. Πήρε αυτόματα μπροστά η μικρή βοηθητική ηλεκτρομηχανή ανάγκης που είναι μόνο για ελάχιστα φώτα ίσα να βλέπουμε την έξοδο διαφυγής σε κάποια δύσκολη κατάσταση. Τον ερώτησα τα σχετικά για να τον ηρεμίσω τέτοιες ώρες. Πήγα με το δυνατό μου φακό και κοίταξα την ηλεκτρομηχανή. Την χάιδεψα –στοργικά- για να δω την θερμοκρασία της. Δεν φαινόταν ζημιά, φανερή τουλάχιστον. Ο Φιλιππινέζος λιπαντής που ήταν δίπλα της όταν έσβησε βεβαίωνε ότι στα καλά καθούμενα άρχισε να σιγοσβήνει η μηχανή και δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. «Δεν έκανε κανένα θόρυβο, δεν έσπασε τίποτε απλά σιγόσβησε» είπε. Μου πέρασε από το μυαλό «Άντε βρε να δεις έχει πετρέλαιο η δεξαμενή;» του είπα ανακουφισμένος που δεν είχαμε ζημιά. Είπε «Γιεεες σερ είναι γεμάτη πριν λίγο την γέμισα εγώ φουλ» Τα πολλά λόγια στα μηχανοστάσια και οι διαβεβαιώσεις είναι φτώχεια. Πήδηξα τις σκάλες δυο ορόφων προς τα πάνω χωρίς ανάσα και πήγα να δω με τα ίδια μου τα μάτια. Ήταν πράγματι γεμάτες κανονικά. Περίεργο …Άνοιξα τα Drain (μικρά επιστόμια εξυδάτωσης των δεξαμενών) Έβγαζαν βρώμικο νερό αντί για πετρέλαιο. «Φτού γαμώτο» είπα και έβριζα δυνατά ότι βλαστήμια θυμόμουνα η μούρθε στο μυαλό για την βλακεία μας. Το κράτησα ανοιχτά πολύ ώρα. Μόνο νερό αντί για πετρέλαιο έβγαζε το μικρό βρυσάκι. Φυσικά καμιά μηχανή δεν δουλεύει με νερό. Κατάλαβα τι έγινε. Είμαστε κλέφτες μεν αλλά ηλίθιοι κλέφτες. Το πετρέλαιο που πήραμε με τον νέο αντλιωρό πάρθηκε από λάθος δεξαμενές (την δεξαμενή ακαθάρτων η sloptank όπως τα λέμε, που μαζεύονται όλα τα κατάλοιπα του φορτίου). Άρα πήραμε μεγάλη ποσότητα βρώμικου πετρέλαιο-νερού αντί καθαρού πετρελαίου. Έβαλα τις φωνές σε όσους φταίγανε η οχι. Σε ποιον άλλον; Τον κάλεσα και κατέβηκε και ο καπετάνιος να δει τι πάθαμε. Του είπα τα σχολιανά του που έβαλε ένα νέο ναυτη να μας δώσει πετρέλαιο χωρίς επίβλεψη. «Μα, Οι άλλοι κουβαλάγανε τα υλικα » μου είπε. Δίκιο είχε. Δεν είπαμε άλλη κουβέντα. Είπαμε είχαμε γίνει φίλοι την τελευταία βδομάδα. Φρέσκος έρωτας. Κατάλαβε ότι είχε γίνει βλακεία, σκεφτήκαμε «Οκ, πάμε παρακάτω». Καθαρίσαμε το δίκτυο με πετρέλαιο καθαρό κατά την γνωμη μας και ξεκινήσαμε την ηλεκτρομηχανή Νο 1. Πήρε μπροστά εύκολα καθώς είχε ακόμη υπόλοιπο καθαρό πετρέλαιο μέσα της, αλλά μετά 5 λεπτά σταμάτησε και πάλι. Άντε πάλι από την αρχή. Νερά στο πετρέλαιο πάλι, καθάρισμα της γραμμής ξανά. Ξανά η μηχανή πήρε εμπρός, ξανά σβήσιμο. Πολλά τα νερά δεν τέλειωναν με τίποτα όσα και να αδειάζαμε. Ξημέρωσε σιγά σιγά και το καράβι ακίνητο στην μέση του Βισκαικού κόλπου. Είχε αρχίσει να κουνάει κιόλας ερχόταν ο ‘’κακός μας ο καιρός’’. Εντάθηκαν οι προσπάθειες χωρίς επιτυχία. Δεν είναι εύκολο να αδειάζεις ένα ολόκληρο δίκτυο με τις δεξαμενές του των 20 τόνων τόσες πολλές φορές από ένα βρυσακι. Ο Αέρας προκινήσεως που χρησιμεύει να ξεκινά τις μηχανές άδειαζε στην Νο1 τεράστια φιάλη του και δεν υπήρχε τρόπος χωρίς ρεύμα να ξεκινήσουν τα μεγάλα Κομπρεσέρ του αέρα να την συμπληρώσουν. Ήταν πολύ μεγάλα βαριά μηχανήματα για την μικρή ισχύ της μικρής «ηλεκτρομηχανής ανάγκης» που παίρνει μπροστά αυτόματα, μόνο για πολύ λίγες λάμπες φωτισμού. Θέλανε μια μεγάλη ηλεκτρομηχανή για να δουλέψουν όλα αυτά. Είχαμε αρχίσει να κουραζόμαστε κοντά 15-18 ώρες να τρέχουμε σαν τρελοί μέσα στα βρομόνερα. Βρώμαγε και το πετρέλαιο πολύ.

Δύσκολη η ανάσα πλέον σε αυτό το περιβάλλον χωρίς τους τεράστιους εξαεριστήρες και ανεμιστήρες που κρατούν βιώσιμο το περιβάλλον. Άνοιγε το στόμα σαν σκυλί με την γλώσσα εξω για να πάρεις μια ανάσα από ‘’μυρωδάτο αέρα’’. Άρχισε να κάνει και κρύο. Σε σώματα που έχουν μάθει να εργάζονται σε περιβάλλον 40 και πάνω βαθμούς οι 10-15 βαθμοί είναι παγωνιά. Με τρόμαζε και ο νέος μου φίλος που κατέβαινε κάθε λίγο να μου πει ότι ο κακός μας ο καιρός πλησιάζει. Ότι το γραφείο ζητάει νεα, ότι ρωτάνε αν πρέπει να στείλει ρυμουλκό η όχι και τέτοια στενάχωρα. Δεν τέλειωνε το νερό από το δίκτυο πετρελαίου. Τρέλα σου λέω, και η ώρα πέρναγε. Φέρνανε οι καμαρότοι κάνα κρύο σάντουιτς και κάνα μαυροζούμι κρύο καφέ φτιαγμένο σε κάποιο γκαζάκι που και που αλλά πλησίαζαν μεσάνυχτα και δουλειά δεν φαινόταν να γίνεται κοντά 24 ώρες τρέξιμο. Δεν μπορεί να κάνεις τίποτε άλλο πάρα να περιμένεις να αδειάσει μια ολόκληρη δεξαμενή 20.000 λίτρα από μια μικρή βρυσούλα. Χωρίς ρεύμα χωρίς τις κανονικές ηλεκτρικές αντλίες δεν γίνεται γρήγορη δουλειά. Ένας-ένας εγκαταλείπαμε από δύναμη και κουράγιο, κάποιοι κοιμόμαστε ορθοί. Και εγώ μαζί τους ολόρθος κοιμήθηκα. Κατά τις 3-4 το πρωί άρχισε να βγαίνει επιτέλους λίγο λίγο το καθαρό πετρέλαιο από την drainpipe. Αποτολμήσαμε να ξεκινήσουμε την κανονική ηλεκτρομηχανή. «Έτοιμοι, πάμε, -Άνοιξε τον αέρα προκίνησης να ξεκινήσει η ηλεκτρομηχανή» Τζίφος…. Τζίφος- Η μηχανή γύρισε αργά δυο τρεις στροφές και σταμάτησε. Ξανά δοκιμή, Τίποτα. Τίποτα. «Ανοίχτε ρε όλο το επιστόμιο του αέρα», φώναξα. Όλο ανοιχτό ήτανε. Αλλά η τεράστια φιάλη Νο 2 ήταν κενή και αυτή σαν την Νο 1, με την διαφορά ότι το πιεσόμετρο της την έδειχνε γεμάτη. Ήταν χαλασμένο, κολλημένο στο ‘’γεμάτη’’ και δεν το είχαμε καταλάβει. Ποιος ξέρει πόσο καιρό; Απογοήτευση, λύπη, κάθισα κάτω αδύναμος. Όλοι οι μηχανικοί το ίδιο. Ο ένας δίπλα στον άλλο. Είχαμε χάσει την μάχη και πιθανόν και τον πόλεμο καθώς είχε αρχίσει πιο πολύ τώρα το καράβι να κουνιέται από τα κύματα του καιρού που πλησίαζε. Ξαπλώνεις κάτω στο πάτωμα μπρούμυτα χωρίς να σκέπτεσαι τίποτα. Δεν σε νοιάζει αν μείνεις εκεί για πάντα. Δεν υπάρχει ζωή μετά από αυτή την στιγμή που έχεις χαθεί. Ούτε τίποτε γύρω σου, ούτε καν όλοι αυτοί που φωνάζουν ακαταλαβίστικα σε άλλες γλώσσες εκεί δίπλα σου, Να εξαφανιστείς θες. Ποτέ δεν ξέρεις αν δεν έχεις διαθέσιμη την μηχανή τι θα συμβεί. Οι σκέψεις σε τρελαίνουν περισσότερο ακόμα πιο πολύ που ο υπεύθυνος είσαι εσύ. Πάντως ποτέ το τέλος δεν είναι καλό. Όταν έχεις αποτέλεσμα στην προσπάθεια σου δεν σε νοιάζει η κούραση. Δίνεις λίγο ακόμη κουράγιο στην ανηφόρα, άντε λίγο ακόμα ,λίγο ακόμα μέχρι την κορυφή. Αλλά τώρα; Δίπλα μου ο Δεύτερος μηχανικός έκλαιγε με αναφιλητά απογοητευμένος με αληθινά δάκρυα απογοήτευσης που μόνο οι άνδρες μπορούν ετσι και ο καπετάνιος τον κρατούσε απαλά στον ωμό να τον ηρεμήσει. Ακόμη και οι φακοί άδειαζαν από τις μπαταρίες τους. Ήθελα να κλάψω και εγώ αλλά ήμουνα πολύ νευριασμένος. Κλαίω για πολύ μικρότερα αίτια αλλά τώρα δεν μπορούσα. Ίσως να έκανα καμιά προσευχή; Δεν είμαι θρήσκος δεν πολύ πιστεύω σε θαύματα και θεϊκές επεμβάσεις. Σέβομαι κάθε θρησκεία χωρίς να με νοιάζει τι πιστεύει ο άλλος. Δεν είμαι εγώ ο Κριτής, και ρωτάω αυτούς που είναι πιστοί σε κάποια τι λέει για να μάθω κι εγώ τις διαφορές , αλλά μέχρι εκεί. Για να μάθω. Απλά κάνω ότι νομίζω κατά την γνώμη μου ότι είναι καλό. Αυτό λένε όλες οι θρησκείες έτσι κι αλλιώς. Το τσεκάρισα σε 100 διαφορετικές. Όλες λένε τα ίδια και μόνο τα ίδια. Αυτό που είναι αναγκαίο τώρα είναι που πρέπει να πάρουμε την απόφαση τώρα. «Πρέπει να στείλουμε SOS τωρα ,εγκαίρως» όπως μου λέει ο Καπετάνιος Αν ο καιρός στον Βισκαικό είναι πολύ κακός δεν έρχεται κανένα ρυμουλκό η ναυαγοσωστικό να σε σώσει. Κανείς. Όχι στην εποχή μας πια. Δεν υπάρχουν ήρωες πλέον. Σηκώθηκα και μίλαγα απογοητευμένος με τον καπετάνιο για να στείλουμε το SOS ΤΩΡΑ. Γύρισε να φύγει γρήγορα για την γέφυρα για να το κάνει. Τέλος το πήρα απόφαση, έχασα.. Όπως έφευγε από μπροστά μου έμεινα αποσβολωμένος στην θέση μου. Ξαφνικά με έπιασε τρέμουλο. Όπως και τώρα που τα γράφω αυτά. Από πίσω του όταν έφυγε, εκεί μακριά κρυμμένο πίσω από τον μεγάλο γκρι λέβητα που ήταν τώρα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, είχε ανάψει μια πορτοκαλιά φωτεινή δέσμη. Σαν ανταύγεια, σαν φωτοστέφανο αγίου. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της άκρης της τεράστιας αίθουσας έλαμπε. Μισό- φαινόταν το πορτοκαλοκοκκινο νέο κομπρεσέρ που το είχαμε αποθηκεύσει προχθές, σκεπασμένο και δεμένο με ένα μουσαμά, που τώρα είχε πέσει χάμω στο πάτωμα σαν κάποιος να το τράβηξε, και φαινόταν μόνο το μηχάνημα. Ορκίζομαι ότι έλαμπε πορτοκαλοκόκκινο σαν να του έριχνες κάποιον προβολέα επάνω του σαν σε μια σκοτεινή σκηνή θέατρου. Σαν να με προκαλούσε. «Εδώ είμαι» μου έλεγε σφυρικτά μέσα στο μυαλό. «Χρησιμοποίησε με, γι’ αυτό ήρθα». Κράτησα σιωπηλός τον Κάπτα Κωστα από το μπράτσο. «Περίμενε» του λέω τρέμοντας «Ο Ουκρανός ηλεκτρολόγος είναι εδώ μαζί μας τώρα. Τον νοιώθω, με φώναξε ..είχε δίκιο» .«Μπορεί να το χρειαστείς το καλώδιο μου chief είπε όταν έφευγε». Και εγώ τον ειρωνεύτηκα μέσα στην απέραντη άγνοιά μου. Ποιος ήταν τελικά; Κάποιος που δεν τον πίστεψα ε; θυμήθηκα το ήρεμο ,σαν κάποιου αγρίου κακομούτσουνου βυζαντινού αγίου, βλέμμα του. Αυτό της ήρεμης ικανοποίησης χαιρετώντας με όταν έφευγε. «Τι τρέχει, Τι σου λέει;» με ρώταγε ο καπετάνιος ,φωνάζοντας στο αυτί μου λες και κάτι ένοιωσε και αυτός από την ανατριχίλα μου. Τον άκουγα αλλά δεν απάντησα, έβραζα από αγωνία. – «Λες να πετύχει ρε»; σκεπτόμουνα «ΙΒΑΑΑΝΝ ΕΛΑ ΕΔΩΩΩΩ » φώναξα δυνατά στον Ρώσο ηλεκτρολόγο που έτρεξε κοντά μου αμέσως σαν κυνηγημένος. Σαν να κατάλαβε κι αυτος. Μαζί με τον Δεύτερο μηχανικό και τον Έλληνα τεχνίτη που ακολούθησαν περιμένοντας την λύτρωση, την λύση. Του μίλησα βιαστικά. Με κοίταγε αποσβολωμένος όπως του μίλαγα γρήγορα και νευρικά σε κάτι εγγλέζικα που ούτε εγώ δεν καταλάβαινα τι λέω. Αυτός όμως κατάλαβε αστραπιαία και πριν καν τελειώσω έφυγε τρέχοντας να ανεβεί πηδώντας στα σκαλιά. –Νέος ήταν. Σχεδόν παιδική η μορφή του «σαν άγγελος» είπα τόσο χαμηλόφωνα που ούτε εγώ δεν το άκουσα . «Ο θεός μου τον έστειλε σκέφτηκα» βλέποντας τον να ανεβαίνει τρία τρία τα σκαλιά. Όλοι κατάλαβαν. Έπιασαν δουλειά ξανά με καινούρια όρεξη και δύναμη . Ζωντάνεψαν όταν είδαν την ελπίδα να φαίνεται από μακριά. Ο Ιβάν-καλή του ώρα-έτρεχε σαν τρελός πάνω κάτω δίνοντας αυτός εντολές στα Ρωσικά στους άλλους που ακόμη και οι Φιλιππινέζοι λαδάδες καταλάβαιναν την άγνωστη γλώσσα τι τους έλεγε τώρα διαταγές και δούλευαν όλοι γρήγορα. Έπρεπε να φέρουμε το χοντρό καλώδιο που είχε παραγγείλει κατά λάθος ο Ουκρανός ηλεκτρολόγος να το συνδέσουμε στο νέο κομπρεσέρ και με όλο το μήκος του να ανέβουμε τρία πατώματα επάνω να πάρει ρεύμα κατ’ ευθεία από την μικρή ηλεκτρομηχανή ανάγκης που μπορούσε μόνο λίγα φώτα να αντέξει. Θα άντεχε ίσως και μόνο το ένα από τα δυο κομπρεσέρ του. Ίσως θα έφτανε να δώσει τον πεπιεσμένο αέρα που χρειαζόμαστε, αρκεί να έφτανε το μήκος του καλωδίου. Τι το ήθελα ο ηλίθιος να μειώσω το μήκος του στα 70 μέτρα, για να το κάνουν οι γραφιάδες λιγότερο. Μόνο 50 μέτρα. Τώρα; Έφτασε ίσα-ίσα στον ηλεκτρικό πίνακα της μικρής γεννήτριας, μετακινώντας ότι βρίσκαμε στον δρόμο του ακόμη και τις ενδιάμεσες βαριές σιδερένιες πόρτες βγάζαμε. Ταχύτατα συνδέθηκε αφαιρέσαμε όλες τις ασφαλιστικές διατάξεις του μηχανήματος και συνδέσαμε την έξοδο από τον παραγόμενο αέρα μέσα από μια χοντρή λαστιχένια σωλήνα κατ’ ευθείαν πάνω στην μικρή φιάλη των ηλεκτρομηχανών που έλπιζα θα γέμιζε με τον αέρα προκίνησης σιγά σιγά. Παρακάλαγα μέσα μου όλους τους γνωστούς νέους αγίους και τους αρχαίους θεούς να αντέξει η μικρή ηλεκτρομηχανή. Άντεξε μια χαρά. Γεμίσαμε με αρκετό πεπιεσμένο αέρα. Η Νο 1 Ηλεκτρομηχανή ξεκίνησε γουργουρίζοντας, ξεχνώντας όλη την προηγουμένη βλαστήμια που της είχαμε ρίξει. Ακόμη και τα μηχανήματα έχουν καρδιά και συγχωρούν. Είχαμε φως πάλι, όμορφο φως λαμπερό φως, παντού σε όλο το καράβι. Δυνατό ισχυρό κανονικό ρεύμα για να δουλέψουν όλα τα μεγάλα κομπρεσέρ αέρος που άρχισαν να γουργουρίζουν και αυτά με την σειρά τους .

Επιστρέψαμε στην κανονικότητα μετά 3-4 περίπου ώρες. Ποιος υπολογίζει μωρέ τον χρόνο; δίναμε τα χέρια ο ένας στον άλλο χαρούμενοι αγκαλιαζόμασταν ξεχνώντας βαθμούς, διπλώματα και ηλιθιες καραβίσιες τυπικότητες. Ποιος πάει για ύπνο τώρα; Σιγά το πράμα, σιγά την σπουδαία δουλειά, πάει πέρασε και αυτή. Σιγά τον κακό καιρό. Παιχνίδι είναι. φεύγουμε μακριά πλέον. Ο μάγερας μας έφτιαξε τα πιο όμορφα τηγανητά αυγά με μπέικον φρέσκα και έχουμε και μπόλικο φρέσκο γάλα να πιούμε μέχρι να σκάσουμε. Να είχαμε και μια σοκολάτα η έστω κάτι γλυκό. Η ευτυχία χρειάζεται πολύ λίγα πράγματα για να σε περιβαλει , αρκεί να είσαι εκεί όταν φανεί. Καλή σου μέρα Ιβάν, Καλημέρα Σεργκέυ, Καλημέρα Βλαδίμηρε, Αλλά πιο πολύ σε εσένα Ουκρανέ άγιε Νικολάι και συγνώμη δεν σε γνώρισα.. όταν έπρεπε.

Ευχαριστώ σας.

Γιάννης Κληρονόμος



( Αληθινή ιστορία. Το ξέρω ότι είναι με πολλά τεχνικά αλλά … μόνο που έχει γραφεί πριν την τωρινή εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία )



Σχόλια

  1. Μπραβο Γιάννη. ωραία ιστορις

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. μπράβο chief συγκλονιστική περιπέτεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολύ ωραίο και συναισθηματικά αληθινό μαστρογιαννη.... Με την πείρα και τη γνώση σου μα γαλουχουσες στα πλοία ακομα και μένα το γεφηρεο.. Με την βαθιά γραφή σου μας γαλουχεις ακόμα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μαστρο Γιάννη φοβερή ιστορία,μπράβο 🙂

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. μπράβο Γιάννη αφήγημα με γλαφυρότατα και συναίσθημα....ευχαριστώ
    Βαρβάρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Μαστρογιαννη μου θύμισες ένα παρομοιοτιπο συμβάν με διαρροή της servis σε δεξαμενή του diesel των ηλεκτρομιχανων
    Απανωτά black aout πανικός και ξενύχτι.. Αναμνήσεις

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ωραιος αλλα μου το χαλασες στο τελος ο συναδελφος μου μαγειρας αντι να φτιαξει,τα ωραια απο σολωμο και γαριδες μεχρι και πιροσκι για να τιμησεις τον ουκρανο ,εκανε αυγα τηγανιτα.φιλιπας θαταν .αντι για μπακλαβαδες και αλλα ,παρε αυγα....και ρυζι..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Το διάβασα ...το ρούφηξα,,,,Θα το ξαναδιαβάσω

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Πολύ καλή και ενδιαφέρουσα ανάρτηση αληθινή και αρκετή αγωνία μέχρι να βρεθεί επιτέλους η σωστή λύση την οποία φανταζόμουν και περίμενα ποντάροντας στην εμπειρία σου και στους νεαρούς συνεργάτες στο Μηχανοστάσιο.
    Παρόμοιες περιπαίτιες έχουμε περάσει αρκετοί συνάδελφοι ευτυχώς πάντοτε με αίσιο τέλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου