Το φιλί του Κύκνου - ένα καταπληκτικό διήγημα του Γιάννη Κληρονόμου

  

 



Το φιλί του Κύκνου

 



Ήτανε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της ακίνητη, αμίλητη, ολόλευκη, σχεδόν διάφανη σαν οπτασία, μέσα στο απλό άσπρο βαμβακερό νυχτικό της στο κιτρινισμένο πια μαξιλάρι.Απίστευτα αδυνατισμένη τόσο που πίστευες πως δεν υπάρχει τίποτα κάτω από το δέρμα.

Φαινόντουσαν ολοκάθαρα μόνο τα στρεβλωμένα από τον χρόνο κόκκαλα κάτω από τονυχτικό. Έμοιαζε σαν παλιά κούκλα σπασμένη, χρησιμοποιημένη και παρατημένη από τα παιδιά που κάποτε παίζανε μαζί της, αφημένη τώρα σε μια άκρη.

Τα μαλλιά της ήτανε απλωμένα στο μαξιλάρι σαν χτενισμένα, όμορφα ακόμη. Μοιάζανε αραιά χωρίς να είναι. Κρατούσαν ακόμη ελάχιστα από το όμορφο παλιό χρώμα τους ανάμεσα στα πολύ περισσότερα γκρίζα.

Ο γέρος της χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι και της το ανασήκωσε τόσο λίγο ώστε να μπορέσει να πιει λίγο φαΐ από την σούπα της που έμοιαζε με νερό.

-«Πως είσαι σήμερα;» ρώτησε όσο μπορούσε πιο δυνατά. Δεν έδειξε να τον άκουσε, όπως πάντα, αλλά τον ένοιωθε, κατάλαβε πως ήτανε δίπλα της και του έκανε με μια υποψία χαμόγελου. Τον είχε ακούσει.

– «Καλά είμαι» του απάντησε με ξέπνοη φωνή σαν σε μια αναλαμπή του μυαλού της.

- «Μετάνιωσες;»

- «Όχι Όχι» έδειξε χωρίς να μιλήσει, κουνώντας το χέρι της μόνο ελαφρά. Με άκουσε σκέφτηκε ο γέρος, με κατάλαβε.

Σήκωσε λίγο ακόμη το κεφάλι και της έβαλε στο στόμα το ποτήρι με το φάρμακο. Ήπιε από το μικρή της κούπα σιγά.

Γουλιά γουλιά όλο μέχρι το τέλος. Όπως έπρεπε.

Κοντά 65 χρόνια μαζί δεν χρειάζονταν να μιλάνε τώρα πια στα βαθιά 90 τους. Μιλούσανε πια μόνο ελάχιστα από την συνήθεια.

Τελευταία το οξυγόνο της αναπνοής τους ήτανε λιγοστό και στους δυο, ειδικά στον γέρο. Η φωνή του είχε βραχνιάσει χρόνια τώρα από την προσπάθεια που έκανε για να μιλάει, Έτσι που δεν την αναγνώριζε ούτε καν αυτός ο ίδιος. Πως να τον ακούσει εκείνη με τόσο βραχνή φωνή, σιγανή και κουρασμένη που είχε καταντήσει.

Άνοιξε απροσδόκητα τα μάτια της και προσπάθησε να τον κοιτάξει βαθιά μέσα στα μάτια του, αν και ίσως δεν τον έβλεπε πια.

Φάνηκαν τα δυο όμορφα δικά της που πια ήτανε θολά και σχεδόν μόνιμα δακρυσμένα. Είχαν γεμίσει και πάλι δάκρυα. Δάκρυα χωρίς κλάμα, έτσι βουβά, σιωπηλά.

Δάκρυα εγκατάλειψης. Κατάλαβε ότι τον άκουσε και ότι καταλάβαινε ποιος ήταν.

– «Κοίτα που έχει βελτίωση σήμερα» σκέφτηκε ο γέρος, σαν να μετάνιωσε που δεν το περίμενε απο πριν.

Ήτανε ένα τόσο δα μικρό κουλουριασμένο αδύνατο πλασματάκι. Ότι απόμεινε από το ολόασπρο όμορφο αλαβάστρινο σαν ψεύτικο πρόσωπο. Το κοριτσάκι του της νιότης.

Αλλά αυτός την έβλεπε αλλιώς, έτσι όπως την θυμόταν τότε, νέα και όμορφη, λαμπερή στα καστανόξανθα πλούσια μαλλιά της. Πότε χαρούμενη και ευτυχισμένη να χορεύει με

τσαχπινιά και πότε σοβαρή, όταν έπρεπε η όταν ήθελε. Αξιαγάπητη.

Έσκυψε αυτός με κόπο όσο μπόρεσε και την φίλησε απαλά στο μέτωπο της και μετά στα σφιχτοκλεισμένα χείλη της.

Της είχε πει κάποτε όταν ήδη ήτανε ηλικιωμένοι « Τα φιλιά που δίνονται με ανοιχτά χείλια είναι Έρωτας. Όταν δίνονται με κλειστά χείλια είναι Αγάπη».

Τα χρόνια είχανε αλλάξει τα πάντα από τότε και είχανε βαρύνει πολύ τα τελευταία χρόνια. Χειρότερο ήτανε στα μάτια που είχανε αδυνατήσει την όραση τους πολύ.

Αυτός δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου πέρα από πολύ λίγα μέτρα, ούτε καν με τα παλιά μισοσπασμένα γυαλιά του που μόνιμα ήταν κρεμασμένα στο λαιμό από ένα παλιό λιγδιασμένο κορδόνι γεμάτο με κόμπους. Ούτε κι αυτά δεν βοηθούσανε πια.

Αυτή δεν τα χρειαζότανε καθόλου.

Σκέφτηκε κάτι από τα πολύ παλιά χρόνια τότε που ήτανε παλικάρι δυνατό.

«Τσακιστήκαμε στα βράχια ε; Τσακιστήκαμε σαν παλιό καράβι χωρίς πλήρωμα και ζωή, φαντάσματα. Τώρα πλέον ότι απέμεινε ειναι σκουριά».

Το παλιό ραδιόφωνο δίπλα του έπαιζε η έλεγε τραγούδια και λόγια που κάνεις δεν άκουγε Μαζί και η τηλεόραση μέσα στην κρεβατοκάμαρα τους μόνιμα αναμμένη σε κάποιο κανάλι κάτι έπαιζε πάντα που κάνεις δεν ενδιαφερόταν.

Ήταν η μοναδική ένδειξη ξένης ανθρώπινης παρουσίας. Η μοναδική παρέα τους.

-« Ήρθανε τα παιδιά;» τον ρώτησε ξαφνικά και τον επανάφερε στην πραγματικότητα. Ίσα που άκουσε τον ψίθυρο της. Ήταν σαν να ψέλλισε ένα αναστεναγμό μέσα από τα στήθη της μαζί με το όνομα των παιδιών τους.

Το είπε με μια άηχη φωνή που μόνο αυτός άκουσε.

Ακόμη περίμενε να την επισκεφτούν μετά τόσο χρόνο, αλλά ζούσανε μακριά και είχανε την δική τους οικογένεια πια. Όλοι έχουνε τα δικά τους προβλήματα στις οικογένειές τους, που να βρεθεί περίσσεμα χρόνος για τους άλλους. Όταν δεν ζούνε στην ίδια στέγη οι άνθρωποι ξεχνούν εύκολα.

«Ήρθανε» είπε αυτός ψέματα «όπως έρχονται σχεδόν κάθε μέρα, αλλά εσύ κοιμόσουνα». Τον πίστεψε. Χάρηκε, φάνηκε ότι χάρηκε. Δεν πειράζει που δεν τους είδε έτσι κι αλλιώς. Τα τελευταία χρόνια μια καλή κοπέλα από την πρόνοια ερχόταν σχεδόν κάθε λίγες μέρες για να τους φέρνει λίγο μαγειρεμένο φαγητό και να βοηθήσει όσο μπορούσε.

Τα φάρμακα τους και για τα λίγα απαραίτητα ψώνια.

Η τηλεόραση έπαιζε χαρούμενα τραγούδια και κάτι ζωηρές φωνούλες από νέους ακούγονταν στο βάθος της.

Την κοίταξε πάλι όπως ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα σχεδόν σκεπασμένη μέχρι τον λαιμό.

-«Σήμερα είναι καλύτερα» σκέφτηκε πάλι ο γέρος. «όμως σήμερα πρέπει»

-«Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος αγάπη μου» της είπε και της χάιδεψε απαλά τα γκρίζα της μαλλιά. «Σε λίγο θα έρθει ο νέος χρόνος. θα κάνουμε ρεβεγιόν οι δυο μας. Εντάξει ;».

Τον κατάλαβε και αυτή την φορά και έκανε άλλη μια προσπάθεια να χαμογελάσει. Ένοιωσε το χάδι του στο κεφάλι της και άρχισε να κλαίει βουβά με μικρούς λυγμούς στο λιπόσαρκο στήθος της.

Τα μάτια της έμειναν ανοιχτά και απλανή να κοιτάζουν μακριά πέρα,μέσα από το μακρινό ταβάνι του δωμάτιου. Ποιος να ξέρει τι έβλεπε τόσο επίμονα;

Δεν έκανε μόνη της καμία προσπάθεια να σκουπίσει τα δάκρυα της, που σχημάτισαν δυο μικρές λιμνούλες μέσα στις κόγχες των ματιών της.

Της κράτησε το δεξί της χέρι με το δικό του και της σκούπισε απαλά τα μάτια με ένα χαρτομάντηλο που το πέταξε τσαλακωμένο στο πλάι.

Άλλο ένα χαρτάκι πετάμενο μαζί με τόσα πολλά, θα είχαν κάνει ένα μικρό βουναλάκι εκεί δίπλα στο κρεβάτι.

«Δεν πειράζει σκέφτηκε ας μείνουν εκεί, κάποιος θα τα μαζέψει έπειτα».




Χαμογέλασε με πίκρα, όλο κακία. Ένοιωσε σαν να είχε πει κάτι σπουδαίο.

Αυτή έμενε ακίνητη βυθισμένη. Βρισκόταν κάπου μακριά. Ποιος ξέρει σε ποιες θάλασσες του νου ταξίδευε;.

– «Τι να σκέπτεται άραγε τώρα;» σκέφτηκε ο γέρος. «Που βρίσκεται άραγε το μυαλό; Που στο καλό πάνε τα μυαλά όταν ξεφεύγουν με τα χρόνια;»

Δεν ένοιωθε καθόλου καλά που αυτός μπορούσε και σκεπτόταν λίγο. Είχε ακόμη λίγο από τα μυαλά του να αισθάνεται και να σκέφτεται.

Το ένοιωθε αυτό σαν τιμωρία σαν κατάρα για την αντίρρηση του να παραδεχτεί την ύπαρξη θεϊκών δυνάμεων τόσα χρόνια πριν.

Ήτανε η παλιά του δουλειά βλέπεις που τον έκανε να αμφισβητεί όλα όσα δεν …έπιανε. Το σώμα του τον είχε προδώσει. Ίσα που μπορούσε να στηριχτεί για λίγο ορθός και να περπατήσει ελάχιστα λιγα μέτρα με στήριγμα στην μαύρη μαγκούρα του.

Οι αναμνήσεις τον βασάνιζαν σαν μαχαιριές ολημερίς μερικές φορές πονούσαν πιο πολύ από την αρρώστια του.

Όταν ήτανε νέοι νιόπαντροι σχεδόν και πολύ πολύ ερωτευμένοι, τον μάλωνε που κάπνιζε συνεχώς. Αυτός της έκανε για να την πειράξει από μακριά διάφορες αστείες γκριμάτσες. Σούφρωνε τα χείλια του και τα πλάταινε σαν πάπια και πάντα κρατούσε ανάμεσα στα χείλια του ένα αναμμένο τσιγάρο που έβγαζε άσπρο καπνό.

Ξεκαρδιζόταν αυτή στα γέλια όταν το έκανε με αυτό το υπέροχο χαμόγελο στο παιδικό της πρόσωπο και τον φώναζε τάχα μου αυστηρά «Παπί- Παπί έλα δω να σε δείρω»

Αυτός πλησίαζε να πάρει το φιλάκι του και της έλεγε τάχα μου θυμωμένος

«Δεν είμαι παπί ούτε πάπια είπαμε, Κύκνος είμαι, Είμαι ένας τεράστιος ένας όμορφος κάτασπρος κύκνος».

Τα βλέφαρά της σηκωνόταν και τα μάτια της γελούσαν και γινόταν τεράστια, ορθάνοιχτα Καμπύλωναν σαν μικρά ουράνια τόξα που κατέβηκαν στην γη.

- «Τα μάτια σου είναι πολύ όμορφα» της έλεγε. Δεν μπορούσε να της εξηγήσει πως ήτανε, πως μοιάζανε η τι χρώμα είχαν και κάθε φορά της έκανε σχέδιο, Το ίδιο πάντα σχέδιο.

Ζωγραφίζοντας με το δάκτυλο του στον αέρα.

Μια ίσια γραμμή κάτω και από πάνω ένα καμπυλωτό ημικύκλιο.

-«Μηχανικός είμαι δεν ξέρω από λόγια και περιγραφές. Μπορώ όμως να στο ζωγραφίσω. Να έτσι είναι τα ματάκια σου σαν τόξα ξαπλωμένα πάνω σε σύννεφο»

Γελούσε χαρούμενη σαν παιδάκι και τον χάιδευε στα κατσαρά πάντα αχτένιστα μαλλιά του. Μετά φιλιόντουσαν σφικτά αγκαλιασμένοι γουργουρίζοντας. Και είχανε τόση γλύκα τα φιλιά της. Θεέ μου πόση γλύκα.

Ξαναγύρισε στην πραγματικότητα. Έπρεπε να το κάνει. Σήμερα. Δεν πρέπει να υπάρξει άλλη καθυστέρηση. Ίσως αύριο να μην μπορούσε πια.

Το τεράστιο ρολόι στο φωτεινό του κάδρο έδειχνε έντεκα και μισή η κάπου εκεί.

Είχε πιστέψει και ο ίδιος ότι ήρθε ο νέος χρόνος όπως είχε ονοματίσει την καινούρια κατάσταση που θα ερχότανε σε λίγα λεπτά.

«Σήμερα, Σήμερα» επανέλαβε πολλές φορές.

Τι να τον κάνεις τον περίσσιο χρόνο άραγε κάποιος όταν δεν τον θέλει. Όταν είναι βάρος. Πόσο θα ήθελε να σταματήσει το ρολόι τους σε αυτόν το σημείο και να γύριζε πίσω. Πολύ πίσω αν γινότανε.

– « Τώρα πρέπει. Ναι πρέπει να γίνει τώρα» σκέφτηκε. Δεν υπάρχει επιστροφή, Ούτε για μένα ούτε για εκείνη.

Άνοιξε τα μάτια της και του είπε με καθαρή φωνή «Παπί, παπάκι είσαι εδώ;»

«Δεν είμαι παπί είπαμε, Κύκνος είμαι» είπε αυτός με βραχνή φωνή αλλα με το ίδιο παλιό αστείο ύφος ο γέρος. «ένας ολόασπρος πελώριος κύκνος είπαμε». Γέλασε με αυτά που




είπε περιμένοντας να γελάσει και αυτή όπως τότε.

Δεν κουνήθηκε καν. Η φωνή της ακούστηκε πάλι σαν ψίθυρος.

«Θα έρθεις μαζί μου;» του είπε μέσα από τα χείλια της έτσι που μόνο αυτός την άκουσε.

«Θα με αγαπάς μετά;» τον ρώτησε αμέσως ξέπνοα με μια αναλαμπή που τον ξάφνιασε. Καταλαβαίνει τα πάντα σήμερα. Απίστευτο, σκέφτηκε.

-«Φυσικά αγάπη μου. Δυο φορές πιο πολύ θα σε αγαπώ. Δεύτερη χαρούμενη ζωή θα

ζήσουμε εκεί. Μη φοβάσαι μαζί θα πάμε και αυτό το ταξίδι όπως πάντα. Όπως τότε που γυρνάγαμε τον κόσμο. Θυμάσαι; θυμάσαι στην Βουδαπέστη;, στην Μπαρτσελόνα;, στην Ιαπωνία;. Θυμάσαι πόσο ευτυχισμένου είμαστε; Μαζί θα είμαστε και τώρα μωρό μου.

Απλά θα με περιμένεις λίγη ώρα να ετοιμαστώ και εγώ. Αυτός μου είπε να τον περιμένω, δεν θα αργήσω είπε, υποσχέθηκε ότι θα έρθει αμέσως μετά».

Έγνεψε εντάξει με τα μάτια και χαμογέλασε αχνά, Έψαξε με τα κοκαλιάρικα δάκτυλα της να βρει το χέρι του. Το πήρε αυτός στα δικά του και το χάιδεψέ ελαφρά.

- «Μη με σφίγγεις τόσο πολύ. Πονάω » είπε αυτή.

Και αυτός πόναγε αλλά το έκρυβε. Η αρρώστια είχε προχωρήσει πολύ.

«Τι όμορφη που είσαι!» της είπε πάλι «Είσαι Ο άγγελος μου, Άγγελε μου πάντα θα είμαστε μαζί. Σε αγαπώ. Είσαι έτοιμη;»

Του έγνεψε «Ναι»

Την πήρε απαλά στην αγκαλιά του, ήξερε πόσο πονούσε όλα αυτά τα τελευταία χρόνια Αυτή όμως σήμερα δεν έβγαλε ούτε άχνα.

Γονάτισε με κόπο στο πάτωμα στηριζόμενος στο παλιό ξύλινο κρεβάτι τους. Έσκυψε όσο μπορούσε πιο κοντά της μέχρι που την έφτασε.

Την φίλησε κολλώντας τα χείλια του στα χείλια της μετά από τόσα χρόνια σαν ερωτικό φιλί. Σαν εκείνα του παλιού καλού καιρού.

Με τα δυο του δάκτυλα του της έκλεισε τα ρουθούνια κόβοντας της εντελώς την αναπνοή. Δεν πήρε πολύ. Δεν αντέδρασε, δεν κουνήθηκε καθόλου. Τα ηρεμιστικά που της είχε δώσει είχανε κάνει ότι χρειαζόταν.

Έφυγε καρτερικά χωρίς καν να αναστενάξει, χωρίς να φανεί ότι χρειαζόταν μια ανασαιμιά ακόμη. Τόσο Ήσυχα, όσο ήρεμα που ένοιωσε ευχαριστημένος για ότι έκανε

-«Πάει και αυτό» είπε χαρούμενος. «Το τελευταίο φιλί ειναι. Το φιλί του κύκνου».

Κάθισε πάλι στην πολυθρόνα και περίμενε να έρθει ο άλλος όπως του είχε υποσχεθεί ο ίδιος πριν. Όταν πριν από αρκετή ώρα είχε πάρει αυτά τα υπόλοιπα 6 άσπρα χάπια ατροπίνης όλα μαζί. Χάπια που τα είχε προμηθευτεί χρόνια πριν από φίλο του γιατρό .

-«Ληγμένα θα είναι πια» σκέφτηκε και χαμογέλασε.

Οι κινήσεις του είχαν επιβραδυνθεί πολύ. Σχεδόν δεν μπορούσε να κουνηθεί.

Κοίταξε δίπλα στο κρεβάτι που η αγαπημένη του κοιμόταν με μισόκλειστα τα μάτια της. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Άπλωσε το χέρι αγκομαχώντας σε μια προσπάθεια του να την χαϊδέψει και ίσα που την έφτασε.

Της ακούμπησε τα μάτια με το χέρι του και της έκλεισε τα ανοιχτά βλέφαρα με μια κίνηση. Έκλεισαν τα ματάκια της.

Έδειχνε σαν να κοιμόταν ήρεμη, μια άλλη μορφή απαλλαγμένη από κάθε πόνο πια. Ένοιωσε ευτυχισμένος σαν να εκπληρώθηκε η σοβαρότερη επιθυμία του. Έκανε αυτό που έπρεπε. Αυτή τώρα κοιμότανε με μια ηρεμία στο πρόσωπο. Αλλά Χωρίς ανάσα. -

«Πόσο όμορφη είσαι; Όπως πάντα» της ψιθύρισε όπως παλιά αλλά μάλλον δεν τον άκουσε. Κοίταξε γύρω του όσο μπόρεσε την απόλυτη ησυχία.

Η βρύση στο διπλανό μπάνιο ξαφνικά σαν να έκανε θόρυβο, σαν να άρχιζε να τρέχει Ένα παράξενο βουητό ξαφνικά ακούστηκε σαν βρόντος στο κουρασμένο του μυαλό.




Ήρθανε στο μυαλό του τα λόγια από κάποιο παλιό τραγούδι. Πάντα τα λόγια των τραγουδιών τον βάζανε σε σκέψεις. Σχεδόν πάντα κάτι όμορφο λένε.

« Τι κι άνδρας που είμαι φοβάμαι, φοβάμαι».

Και αυτός φοβόταν τώρα μπας και δεν έρθει ο επισκέπτης που περίμενε

–«Λες να με ξεγελάσει;»

Βολεύτηκε στην παλιά του πολυθρόνα δίπλα στο προσκέφαλο της. Είχε αφήσει από μέρες τώρα δίπλα στο κομοδίνο της το πακέτο με κάτι πουράκια που τους είχε φέρει κάποτε ο γιος του από την Αμερική.

Ο γιατρός του είχε ξεκαθαρίσει πριν μερικά χρόνια όταν τον είχε ρωτήσει.

«Άκου με προσοχή παππού. Έχεις χάλια πνεύμονες, τόσα χρόνια τσιγάρα και μηχανοστάσια Οι πνεύμονες σου απλά έχουν πάθει ζημιά, σχεδόν δεν υπάρχουν. Άμα καπνίσεις να ξέρεις ότι θα πεθάνεις αμέσως».

Και έτσι δεν κάπνιζε πλέον. Αλλά είχε πεθάνει ο γιατρός πρώτος και όλοι όσους θυμόταν.

-«Δεν τον γλυτώνεις έτσι κι αλλιώς» σκέφτηκε. Του ήρθαν γέλια αλλά δεν είχε την δύναμη ούτε να γελάσει.

Ο αναπτήρας ήταν εκεί δίπλα του στο κομοδίνο παρατημένος. Του φάνηκε βουνό η διαδρομή του χεριού του για να τον πιάσει.

Άπλωσε αργά το αριστερό του χέρι να τον φέρει κοντά.- Δύσκολο πράγμα σκέφτηκε γελώντας μέσα του «αυτό το χέρι μου είναι ανίκανο να κάνει τίποτε, έπρεπε να το γυμνάζω τόσα χρόνια».

Άναψε το πουράκι του ήρεμα αλλά με χέρι που έτρεμε ελαφρά, ρούφηξε τον καπνό με δύναμη. Ο βήχας ήταν τρομερός κράτησε 1-2 λεπτά, «Τι βλάκας είμαι είχα να καπνίσω 40 χρόνια και τώρα τράβηξα την ρουφηξιά του θανάτου».

Έσβησε το πουράκι στο δοχείο με τα σκουπίδια εκεί δίπλα του «Μην πάρουμε και καμία φωτιά» σκέφτηκε.

Ξάπλωσε πιο βαθιά στην πολυθρόνα και βυθίστηκε όσο μπόρεσε.

Τα μάτια βάραιναν και έκλειναν από μόνα τους. Δεν μπορούσε να τα κρατήσει ανοιχτά πια. Δεν νίκησε όπως νόμιζε παλιά. Ποτέ κανένας δεν νίκησε τον χρόνο.

Άκουσε με την διαίσθηση την πόρτα της κρεβατοκάμαρας που άνοιξε χωρίς θόρυβο χωρίς να τρίξει όπως πάντα. Μια πνοή δροσερού αέρα τον τύλιξε. ένοιωσε υπέροχα.

Τον είδε που καθόταν εκεί στην πόρτα ακουμπώντας στο παραπέτο σαν να ξεκουραζόταν ορθός και περίμενε.

Του φάνηκε όμορφος ψηλός και αδύνατος, και γεροδεμένος. Μπορεί και όχι αλλά έτσι έμοιαζε.

Σκέφτηκε… Πως τον έβλεπε τόσο καθαρά από τόση απόσταση;

«Καλώς τον. Σε περίμενα. Ήρθες στην ώρα σου. Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος» του είπε με μια προσπάθεια ειρωνείας στην φωνή. Ο άλλος δεν του έδωσε σημασία.

Κοίταξε προς το μέρος του θυμωμένος.

-«Δεν κατάλαβα δεν μου μιλάς; Εγώ σε περίμενα να στα ψάλω. Να μου εξηγήσεις να καταλάβω, Γιατί ήρθα ; γιατί φεύγω; γιατί καταντήσαμε έτσι τόσο γρήγορα; Χθες γεννήθηκα, παιδάκι ήμουνα χθες. Που πάμε μετά;

Ο άλλος χαμογέλασε αμίλητος. Δεν απάντησε ούτε τώρα.

Δεν ήταν βιαστικός, ήξερε ότι είχε ελεύθερο όλο τον χρόνο στα χέρια του.

Ο γέρος τον κοίταζε έτσι όπως έστεκε ακίνητος εκεί στο παραπέτο στην πόρτα.

–«Δεν μιλάς ε; πάμε τότε να τελειώνουμε»

Εκεί μπροστά στα μάτια του όπως τον έβλεπε Αυτός σιγά σιγά άρχισε να αλλάζει μορφή. Έμοιαζε ότι έβγαζε φτερά και τα άνοιγε. Ο λαιμός του μάκρυνε πολύ και πήρε μια περίεργη καμπύλωση. Έμοιαζε τώρα με μεγάλο όρθιο πουλί. Έμοιαζε σαν κύκνος.



Ένας τεράστιος μαύρος κύκνος.

«Κοιμήσου τώρα» του ψιθύρισε ο ψηλός μαύρος κύκνος που όλο ψήλωνε και κάλυπτε το δωμάτιο με τα φτερά του μέχρι την οροφή.

Του το ψιθύρισε ήρεμα, αργά, με μια φωνή που έφτανε στα αυτιά σαν χάιδεμα και σαν διαταγή μαζί.

«Ήρθε η ώρα πάμε».

Άνοιξε τα τεράστια όμορφα μαύρα φτερά του και κάλυψε τον χώρο. Ο γέρος πήρε μια βαθιά ανάσα που την έβγαλε σφυρίζοντας ελαφρά.

Το δωμάτιο σκοτείνιασε εντελώς και σταμάτησε ο χρόνος.

 


Γιάννης Κληρονόμος Απρίλιος 2023

 

Κοπέλες απ’ το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι 

κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά 

σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι 

μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά


Ποίηση: Νίκος Καββαδίας ( Federico Garcia Lorca)



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου