Ναυτικά ιστορήματα ΧΙΙΙ - Το Χρονικό μιας εποχής (και με λίγη γκρίνια ) από το Γιάννη Κληρονόμο


Το m/v Μιστράλ 


Όταν ήμαστε παιδιά εκεί στα Καμίνια στον Πειραιά κάθε που βράδιαζε καθόμαστε καταγής ή στα τσιμεντένια σκαλοπάτια και ακούγαμε κάτι περίεργα γεροντάκια καθισμένα και αυτά σε κάποια φθαρμένη ψάθινη καρέκλα φερμένη απ’ το σπίτι τους  ή σε κανένα ετοιμόρροπο σκαμνάκι. Έξω απ’ τα σπίτια, στα τεράστια τότε πεζοδρόμια της οδού Δωδεκάνησου με τις όμορφα φρέσκο ασπρισμένες ή βαμμένες με ώχρα μονοκατοικίες με τις αυλές τους,  ο δρόμος ήταν αρκετά πλατύς και τέλειος για να παίζουμε ποδόσφαιρο με πάνινες μπάλες φτιαγμένες από χοντρές παλιές στρατιωτικές κάλτσες που η μάνα του Μανώλη είχε ράψει κάνοντας δεχτά τα παρακάλια μας.                 
Στο χωμάτινο οδόστρωμα πάνω στα πεζοδρόμια με τους πανύψηλους ευκαλύπτους και στις δυο πλευρές του δρόμου, που σκαρφαλώναμε επάνω τους κάνοντας πληγές στα πόδια μας και στα γόνατα, όλοι φάνταζαν σαν γίγαντες δράκοι στην σειρά, τεράστιοι, μαγικοί, ονειρικοί στα μάτια μας. Νομίζαμε ότι κατακτούσαμε τον κόσμο σκαρφαλώνοντας στον κορμό τους, πιστεύοντας ότι ανεβαίναμε στην σκάλα του ουρανού, και ας μας είχε τρελάνει το τσούξιμο απ’ το οινόπνευμα με το ιώδιο που μας έδιναν μετά οι μανάδες μας μαζί με…την παντόφλα τους.  (Αργότερα ο δρόμος έγινε ασφάλτινος διπλής με νησίδα στην μέση και πάνε και οι ευκάλυπτοι, πάνε και οι μονοκατοικίες με τις αυλές).   
Εμείς τα παιδιά καθόμαστε κοντά τους στα σκαλοπάτια ή κατάχαμα σταυροπόδι ανάμεσα σε όμορφους βασιλικούς και τις πασχαλινές μυρωδιές από το αγιόκλημα και τα γιασεμιά που σχεδόν όλα τα σπίτια είχαν στην μάντρα τους, όταν βράδιαζε και δεν μπορούσαμε να παίξουμε άλλο μπάλα ή πόλεμο. Συνήθως λέγανε διάφορες ιστοριούλες δικές τους από τον πόλεμο- που μόλις είχε τελειώσει – που είχαν πολλά χιόνια σε βουνά που δεν τα χώραγε ο νους μας τόσο ψηλά που ήτανε. Λέγανε για τους Ιταλιάνους και τους ναζί και με κάποια παλικαριά ανάμεσα στους σκοτωμούς και στην πείνα. Ιστορίες σχεδόν πάντα ίδιες που ήταν πανομοιότυπες μεταξύ τους, αλλά ενδιαφέρουσες, με ηρωισμούς και με πάθος.                               Τις ξεκινούσαν συνήθως ήρεμα και με σιγανή φωνή  να προετοιμάσουνε το ακροατήριό τους και με την γνωστή «σοφία των έμπειρων» που δεν σήκωνε αντίρρηση. Αλλά όσο περνούσαν τα λεπτά της ώρας και θυμόντουσαν φίλους και εχθρούς γίνονταν όλο και πιο φορτισμένες οι αφηγήσεις.                                                        Εμάς από κάποιο σημείο και έπειτα μας αφήναν αδιάφορους ειδικά όταν μιλούσανε για τα τότε πολιτικά πράγματα και απλώς ακούγαμε, σκουντώντας κρυφά ο ένας τον άλλον. Γιατί δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμη ούτε η τηλεόραση ούτε τα Σμάρτ τηλέφωνα.                                                                                                                                Συνήθως και κάθε λίγα λεπτά η μάνα κάποιου απ’ τα παιδιά έβγαινε και τον φώναζε κρατώντας στο χέρι της την παντόφλα της. «Δημητράκηηηη έλα να διαβάσεις, πανάθεμα σε, που όλο μπάλα παίζεις. Τώρα που θα έρθει ο πατέρας σου θα δεις τι θα σου κάνει». Και τέτοια εύηχα και συνηθισμένα. Παντόφλα βέβαια πεταγότανε καμιά φορά στο κεφάλι ή στα πισινά κάποιου παιδιού, αλλά ποτέ κανείς μας δεν διαμαρτυρήθηκε. Το ξύλο της Μάνας δεν πιάνεται καν. Ειδικά τότε.                                                                                    Ναι .. σιγά μην πηγαίναμε να διαβάσουμε τα μαθήματα μας, Απαντούσαμε αμέσως πως έχουμε διαβάσει και ότι για αύριο δεν μας έβαλε τίποτα για διάβασμα η Κυρία μας  και όλα τα παρόμοια και συνεχίζαμε να καθόμαστε στην παρέα μας, αρκεί να μην μπαίναμε μέσα.                                                                 
Πως αλλάξαν οι καιροί; τώρα οι γέροι σαν εμένα λένε τις ανούσιες για πολλούς  ιστορίες τους γραμμένες σε ένα κομπιούτερ.                  Και να που κάποιος φίλος δέχεται να τις βάλει σε ένα μπλοκ και όποιος αγαντάρει με τις πολυλογίες μου τις διαβάζει.

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα σας:    



Τόσα χρόνια στην Αίγινα δεν γνώρισα πολλούς που να θυμούνται

 αυτό το μικρό

 κρουαζιερόπλοιο που

 ερχόταν χρόνια

 ολόκληρα κάθε

 χειμώνα εκεί στα

 δεξιά στην μεγάλη

 προβλήτα

 κουβαλώντας γύρω

 στους 1000-1500 γιαπωνέζους κάθε μέρα, μα κάθε μέρα ( εκεί στο

 1980-87).       

Ήταν μπόλικα αυτά τα όμορφα μικρά κρουαζιερόπλοια εκείνη την εποχή που πιάναμε σκάλα στην Αίγινα και γι’ αυτό τα βλέπανε όλοι σαν κάτι συνηθισμένο και δεν έδιναν και πολύ σημασία. Όμως έφερναν τουρίστες. Πολλούς τουρίστες, όμορφους και άσχημους πεντακάθαρους και με πολλά λεφτά.Πολλοί οι Γιαπωνέζοι εκείνη τη  εποχή, λες και θέλανε να μετακομίσουν όλοι μαζικά στην Ελλάδα.                                                    

Είμαστε εμείς, το ΜΙΣΤΡΑΛ δηλαδή. Ήτανε και ο Ερμής του Ποταμιάνου, το Saronic star του Γ. Αλεβίζου, το City of Hydra και το city of Pοros του Κυρτάτα. Αυτό το τελευταίο ήτανε το μικρό κρουαζιερόπλοιο που έγινε και η πειρατεία με τους Άραβες τρομοκράτες έξω απ’ το Τροκαντερό και σκοτωθήκαν 12 άτομα μαζί με τον αγαπημένο μου φίλο, τον ηρωικό Ύπαρχο Αντώνη Δεϊμέζη που βρισκότανε στην γέφυρα εκείνη την στιγμή φωνάζοντας στο VHF το λιμεναρχείο για βοήθεια, το περίφημο διεθνές σήμα κινδύνου «May day». Όταν ακούγοντάς τον, πέταξαν στην γέφυρα μια εμπρηστική χειροβομβίδα. (Ο Αντώνης είναι πατέρας του Μάρκου Δεϊμέζη που λέει τα νέα στο Σκάι τις ΣαββατοΚυριακές και μοιάζουν φυσικά πάρα πολύ σαν πατέρας/ γιός).

Δεν είναι τυχαίο ότι ήτανε ο μοναδικός Έλληνας που σκοτώθηκε εκείνη την αποφράδα μέρα μιας ήταν ο μόνος που είχε την διαύγεια και φώναζε για βοήθεια στην γέφυρα όταν οι άλλοι ... Γιατί εμένα λίγο αλλιώς μου τα είπανε φίλοι αξιωματικοί του πλοίου που ήταν εκεί, μέσα ή δίπλα στο καράβι και λίγο αλλιώς τα διάβασα στα επίσημα ρεπόρτα).

Την ημερήσια γραμμή των κρουαζιέρων των νησιών του Σαρωνικού συμπλήρωναν επίσης και μερικά όμορφα μεγαλούτσικα ξύλινα σκαριά που μοιάζανε σαν πειρατικά του παλιού καλού καιρού.

Το δικό μας το Mistral λοιπόν με την όμορφη σουηδέζικη κοψιά ενός μικρομέγαλου σκάφους και με την εντυπωσιακή πολύχρωμη τσιμινιέρα του - που ειδικά το βραδύ φωτισμένη ήταν εντυπωσιακότερη - ήταν το πιο όμορφο απ’ όλα, κατά την δική μας πάντα «αμερόληπτη» άποψη.

Στο γραφείο μας είχαμε Αρχικαπετάνιο τον αγαπητό φίλο τον Capt. Γιάννη Κουρούση (Καλή του ώρα αν και Παναθηναϊκός ) και το μεγαλύτερο διάστημα για καπετάνιο στο καράβι τον αξέχαστο Capt. Γιάννη Πίττα που μας άφησε δυστυχώς νωρίς. Έναν πανέξυπνο και επιδέξιο καπετάνιο. Τίμιο και σοβαρό άνθρωπο που τον συμπαθούσαν αμέσως όλοι όσοι τον γνώριζαν από κοντά. Ακόμα και οι μηχανικοί του πλοίου που όσο και να λέμε πάντα υπάρχει μια μικρή αντιπαλότητα.



Ο Καπταιν Γιάννης Πίττας και εγώ στις ομορφιές μας. Η Γιαπωνέζα ήτανε πασίγνωστη ηθοποιός του Ιαπωνικού σινεμά της εποχής. Συνοδευόταν από 10 άτομα φωτογράφους και βοηθούς που την πρόσεχαν από τις εκδηλώσεις αγάπης από τους άλλους. Φανταστείτε την αναμεσά σε 1500

επιβάτες Ιάπωνες που έπεφταν κάτω από την χαρά τους και τις υποκλίσεις που της κάνανε.


Τον Απρίλιο - Μάιο κατεβαίναμε στον Ηράκλειο στην Κρήτη- για τους Γερμανούς- να ξεκαλοκαιριάσουμε κάνοντας ημερήσιες για Σαντορίνη που στη αρχή του τουρισμού της ήτανε απλή και πανέμορφη.

Οι Ηρακλειώτες-κάθε που φτάναμε κάτω - μας υποδεχόντουσαν με χαρές, χορούς και τσικουδιές κάθε Απρίλιο γιατί έφεγγε λέει κάθε βράδι στο λιμάνι το καράβι και το στόλιζε με τα πολύχρωμα φώτα και την πολύφωτη γιρλάντα μας. Μεταξύ μας, δίκαιο το βρισκω. Μια ομορφιά ήτανε τα βράδια.

Άσε δε και τα μεζεδάκια της Κρήτης που απολαμβάναμε εκείνη την εποχή. Μοναδικά.

Μαζί μας Ύπαρχος στο καράβι ήτανε ο Αντώνης Δεϊμέζης που αναφέρω παραπάνω. Διαμάντι και σοβαρός επαγγελματίας.

Αλλά… Αν έχεις τύχη διάβαινε, σου λέει ο άλλος. «Περαστικός» ήταν από το «Σίτυ οφ Πόρος» για μισή σαιζόν πήγε ο άτυχος, όταν έγινε η τρομοκρατική ενέργεια στον Σαρωνικό που τον σκότωσε.

Ο Αντώνης Μαούνης, ο Γιάννης Σιγάλας, ο Σιδέρης, ο Γιάννης ο Αρκούδας ο Βασίλης Ανδριώτης ο Μιμμακος και τόσοι άλλοι.

Όλοι Ναυτικοί με όλη την σημασία της λέξης επαγγελματίες,

Διαμαντένιοι, ψυχικά πεντακάθαροι, τίμιοι άνθρωποι, συνεργάσιμοι με τα καλά μας και τα στραβά μας. Αλλά στο βάθος φιλαράκια.

Τον χειμώνα ερχόμαστε κατά τις 10 το πρωί στο λιμάνι της Αίγινας που μας περίμεναν τα 4-5 πούλμαν απ’ έξω στην προβλήτα (ακόμη τα ίδια πούλμαν έχουμε) για να πάνε τους γιαπωνέζους τον γύρο του νησιού και στην Αφαία. Όταν άνοιγε ο καιρός κατά την άνοιξη πηγαίναμε από την μεριά της Αγ.Μαρίνας εκεί στην ράδα και τους βγάζαμε έξω με τις ‘’Περδικιώτικες βάρκες’’ να δουν την Αφαία και να βολτάρουν στο όμορφο τότε χωριό (ακόμη τότε ήταν όμορφο). Χάθηκε η γραφικότητα, χάθηκαν τα γαϊδουράκια για την Αφαία χάθηκαν και οι τουρίστες.

Έφτιαξε και η χούντα αυτό το τσιμεντένιο έκτρωμα στην διπλανή πλαγιά, το παράτησαν όλοι οι μετέπειτα άρχοντες, πρίγκηπες και βασιλοπούλες και έμεινε ένα πανάσχημο τσιμεντένιο τέρας.

Οι Γιαπωνέζοι κυριαρχούσαν τότε και στα τρία νησιά του Σαρωνικού. Βγαίναν στην στεριά με την αγωνία τους ζωγραφισμένη στα πλακουτσωτά τους πρόσωπα να προλάβουν να γνωρίσουν καινούριους αγνώστους κόσμους. Έτρεχαν βιαστικά σαν κουρδισμένα στρατιωτάκια πίσω από κάποιον ξεναγό που κράταγε ένα πολύχρωμο σημαιάκι ψηλά για να το βλέπουν όλοι της ομάδας του/της. Όλοι με τις καινούριες τους φωτογραφικές κάμερες -που τις ζηλεύαμε εμείς-να προλάβουν να ρουφήξουν τον αέρα από κάθε νησί στο σύντομο διάστημα των 2- 2:30 ωρών που μέναμε σε κάθε ένα.

Να δουν τις παράξενες για αυτούς ψαρόβαρκες, τα καΐκια με τα φρούτα (Ναι, η Νεκταρία ήτανε εκεί -κοριτσάκι τότε) την μυρωδάτη ψαραγορά, τις γεμάτες εικόνες εκκλησιές μας που τις φωτογράφιζαν.

Μόλις τους βλέπαν οι μαγαζάτορες και στα τρία νησιά φωνάζαν δυνατά τόσο όσο χρειαζόταν για να καλύψει ο ένας πωλητής τον άλλον «Pistachio -Pistachio. Very good pistachio, Ice creaaam, welcome, welcome» και τους προσφέραν στην χούφτα τους να δοκιμάσουν.

Πούλαγαν και παγωτό χειμωνιάτικα και οι γιαπωνέζοι κάναν ουρές. Πάμφθηνα όλα. Και εμείς ψωνίζαμε. Ήταν φτηνότερα από την Αθήνα.

Ο ίδιος ο Παναγάκης βρισκότανε ακόμη στο μαγαζί του που κατέβαινες ένα σκαλοπάτι και στην γεμάτη ανάμικτα όμορφες μυρωδιές ταβερνίτσα του έτρωγες μια γρήγορη τηγανιά φρέσκα ψαράκια που τα φερνες εσύ από την διπλανή αγορά και αυτός έβαζε το μισό κιλό ρετσίνα, εκεί στις 11 ώρα το πρωί. Το πιο γρήγορο τηγάνι της Αίγινας, καυχιότανε και γέλαγε «χαμηλόφωνα» όπως πάντα με καλοσύνη, γιατί εμείς όλο βιαζόμαστε.

   

 Από αριστερά

Αντώνης Μαούνης: Αρχιλογιστής

Γιάννης Κληρονόμος Αος Μηχανικός Αντώνης Δεϊμέζης   Ύπαρχος

Κανονικά είμαστε σοβαρότατοι αξιωματικοί, αλλά νέοι είμαστε, άμα δεν μας βλέπανε άλλοι ξεφεύγαμε που και που.

Τα κτίρια της παραλίας ήτανε γραφικά, καθαρά και νοικοκυρεμένα όλο μαγαζάκια με τουριστικά είδη, με τσολιαδάκια και καρτ-ποστάλ κρεμασμένα. Καταλάβαινες στα άχρωμα πρόσωπα τους ότι ήταν ενθουσιασμένοι με ότι βλέπανε. Ποτέ δεν διαμαρτυρόντανε.

Απλά την εποχή που δεν υπήρχε το Ιντερνέτ όλα μοιάζανε μαγικά στις άλλες χώρες που γνώριζες άλλες κουλτούρες. Όπου κι αν πήγαινες. Μετά ηρθε η ΤΒ.

Ο Γιάννης ο Πουλόπουλος τραγούδαγε με πάθος το «Άγαλμα», ο Νταλάρας με την Χαρούλα την «Μικρά Ασία», ο Καζαντζίδης το «Υπάρχω» και η Βλαχοπούλου με την Ζωούλα, την Αλίκη, τον Ψάλτη και τους άλλους αξέχαστους ηθοποιούς λαμπύριζαν τα υπαίθρια σινεμά που γέμιζαν ακόμη ασφυκτικά.

Αλλά κατά τα άλλα δεν βλέπω ότι αλλάξαν πολλά πράγματα από τότε.

Ούτε η Αφαία φωτίστηκε, ούτε τα πούλμαν αντικαταστάθηκαν, ούτε οι δρόμοι έγιναν, ούτε η Παλαιαχωρα αναδείχτηκε. Ακόμη το ίδιο είμαστε.

Μόνο που έφυγαν οι Γιαπωνέζοι. Οι πραμάτειές των πωλητών ακούγονται στα Ελληνικά πλέον και τα φιστίκια … τα τρώμε μόνοι μας.

Νομίζουμε ότι πουλάμε κάτι παραπάνω από φιστίκια; Αναρωτηθήκαμε ποτέ πως στο ανάθεμα οι πολύ παλιοί κάτοικοι αυτού του νησιού (και των άλλων ελληνικών χωριών) έφτιαξαν αυτό το νησί με τα χέρια, πως έκαναν τις σουβάλες και πως πότιζαν τα χωράφια τους παράγωντας πράγματα.

Πως εκτίσαν με ξερολιθιές τα κτήματα τους και έζωσαν όλο το νησί.

Πως τα έβγαζαν πέρα με τις όμορφες μυλόπετρες που σμίλευαν και μάλιστα χωρίς μπουλντόζες, γερανούς, χωρίς εργαλεία χειρός η μπαταρίας. Χωρίς καν δρόμους.

Με πολύ δουλειά ε; Το ήξερα ότι το γνωρίζατε κι εσείς.

Εδώ σε αυτήν την χώρα, σε αυτήν την άμοιρη πατρίδα μείναμε στην δεκαετία του 70-80. Στάσιμοι με τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες ανόητες αιώνιες σχεδόν ασχολίες μας. Πολίτικες, πολιτιστικές, κοινωνικές ή εργασιακές.

Με την ακαταστασία μας, τα σκουπίδια μας, την ξεροκεφαλιά μας, την αντιπαλότητα μας. Με τους αγίους μας να μας απασχολούν περισσότερο από τον διπλανό μας γείτονα που πονάει ή πεινάει και κλαίει.

Με τα μηχανάκια και τα αυτοκίνητα μας παρκαρισμένα στους δρόμους, οριζόντια, κάθετα ή πλαγίως. Ανεβαίνουν, κατεβαίνουν στα πεζοδρόμια στην παραλιακή εμποδίζοντας όλους να κινηθούν. Σκεφτήκαμε ποτέ τι σημαίνει να είσαι ΑΜΕΑ σε ένα αφιλόξενο νησί;

Έφυγαν και οι μαζικοί τουρίστες αφήνοντας ξέμπαρκα κάτι παλιά ‘’καμάκια’’ με καράφλα και πονεμένα κόκκαλα πια να θυμούνται ασθμαίνοντας και πίνοντας χλιαρή μπύρα στα καφενεία της παραλίας τα παλιά καλά χρόνια.

Δυστυχώς δεν έχουμε να δείξουμε τίποτε καινούριο. Τίποτα.

Δεν φτιάξαμε τίποτα τα τελευταία 2000 χρόνια. Κορδωνόμαστε με ότι έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες ζούμε δηλαδή με κλεμμένη, με δανεική δόξα από κάποιους άλλους που δεν θα καταδεχόντουσαν ούτε να μας μιλήσουν αν ξαφνικά βρισκόταν κάποιος στην δική μας εποχή με χρονομηχανή. Το κακό είναι και πιστεύουμε ότι τους μοιάζουμε.

Δεν το βλέπετε; Δεν φτιάξαμε τίποτα. Ο Ισπανός Καλατράβα έκανε το Ολυμπιακό στάδιο. Οι Γάλλοι την Γέφυρα του Ρίο. Τον ΟΤΕ πήρανε οι Γερμανοί. Βωξίτες και τσιμέντα οι Γάλλοι. Την ΔΕΗ οι Γερμανοί. Αεροδρόμια οι Γερμανοί. Τα τραίνα οι Ιταλοί , χρυσός οι Καναδοί κλπ. Αυτές δεν είναι επενδύσεις. Εξορύξεις των σωθικών της χώρας είναι όλες. Δεν αφήνουν πλούτο. Τον παίρνουνε.

Σε εμάς μένει μόνο το χρέος, η οκνηρία, η βαρεμάρα, η ομάδα και ο φραπές.

Κάποτε κοντά στο Bremerhaven στην Γερμανία εκεί στα 1995-96 έφυγα από το ξενοδοχείο στις 07:30 το πρωί και πήγα για την επιθεώρηση μου σε ένα καράβι που ήτανε στο εκεί λιμάνι που ξεφόρτωνε κοντά 15 μέρες.

Ξεκινώντας είδα που ερχόντουσαν στον δρόμο μας πολλά φορτηγά αυτοκίνητα και κάτι κίτρινες μπουλντόζες που παρκάρανε έξω απ’ το ξενοδοχείο μου.

Είπα «ωχ, πάει η απόλυτη ησυχία που είχα τόσες μέρες. Με όλα αυτά τα μηχανήματα θα γίνει χαμός για κάνα μήνα. Ώρα να ψάξω γι’ άλλο κατάλυμα». Όταν γύρισα το απόγευμα κατά τις οκτώ ήταν μια καινούρια γειτονιά έτοιμη.

Ένας υπέροχος δρόμος γύρω στα 300 μέτρα ξαναστρωμένος με άσφαλτο με πεζοδρόμια με τετράγωνες πέτρινες πλάκες έγχρωμες, όμορφα τοποθετημένες με σχέδιο. Με νέο ποδηλατοδρόμο με διαχωριστικά γκρι τοιχία για να προστατεύουν τους ποδηλάτες.

Αριστερά και δεξιά είχαν γίνει υπερυψωμένα παρτέρια με πολύχρωμα λουλούδια, φτιαγμένα με όμορφα κόκκινα τούβλα και με διακόσμηση ενδιάμεσα. Με νέα μεγάλα έτοιμα φυτεμένα δέντρα. Πολλά δέντρα ολοπράσινα όμορφα δέντρα. Ζωντανά δέντρα με τα παρτέρια τους και κάποιους εργαζομένους με άσπρες φόρμες ήδη να τα κανακεύουν όμορφα με μια τεράστια ψαλίδα κάνοντάς τα στρογγυλά.

Ήτανε έτοιμα με τις αυτόματες ποτίστρες τους αόρατες στο μάτι. Κάθε 10 μέτρα με παγκάκια όμορφα ξύλινα. κλπ. Έκλαψα από μέσα μου.

Όταν γύρισα πίσω- στο τότε αεροδρόμιο του Ελληνικού ακόμη- ένας γλοιώδης ταξιτζής που βρωμούσε η μασχάλη του ιδρώτα με ρώτησε για χιλιοστή φορά αν είμαι ναυτικός για να ξέρει πόσο να με χρεώσει και αν έχω κάνα Μάλμπορο να του δώσω ή να του πουλήσω κάνα Johnny Walker.

Με ξαναπιάσανε «κλάματα», εκεί μέσα στο ταξί με αυτόν τον οδηγό που κάπνιζε αρειμανίως και άκουγε Καρρά στο διαπασών έτσι που δεν μπορούσαμε καν να ακουστούμε.

Με κοίταξε με την άκρη του ματιού του «Τι έπαθες;» με ρώτησε όταν είδε που δεν του απαντούσα. «Πέθανε ένας φίλος μέσα μου » του είπα σιγά.

Δεν με άκουσε, Δεν τον ενδιέφερε. Τσιγάρα ήθελε μόνο.

Η αλήθεια είναι ότι ένα σοβαρό πράγμα ταλανίζει το κεφάλι μου σήμερα.

Είναι άραγε έγκυος η Φουρεϊρα; και από ποιον; Ποιος θα είναι άραγε ο νικητής του «Ελλάδα έχεις ταλέντο»; Και τι φόρεσε σήμερα η τάδε στο GMTM ; Μου άρεσε το ζεϊμπέκικο του αποτέτοιου;

Ένας λαός σε αποδόμηση είμαστε σε κατάπτωση όσο δεν πάει άλλο. Το να είσαι τελευταίος και να πιστεύεις ότι αυτό είναι η κορυφή δεν μοιάζει λογικό. Εύχομαι να μας πιάσουν ομαδικά όλους τα κλάματα κάποια φορά.

 







Γιάννης Κληρονόμος


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου